γλωσσάρι

Λίγα Λόγια για το γλωσσάρι της Λαγκάδας

Η γλώσσα του Λαγκαδούση, δεν έχει πολλούς ιδιωματισμούς και λέξεις διαφορετικές από την καθομιλουμένη, γι’ αυτό είναι εύκολα κατανοητή από τον καθένα. ΣΤΟ Λαγκαδούσικο γλωσσάρι υπάρχουν λέξεις που χρησιμοποιούνται σε όλη τη Χίο και εκφράσεις γνωστές και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, που οι Λαγκαδούσοι τους έχουν δώσει διαφορετικό νόημα. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι στο γλωσσάρι συναντά κανείς λέξεις ξενόφερτες π.χ. από τη Σμύρνη, παράλια Μ. Ασίας και Πόλη, πράγμα που οφείλεται όχι μόνο στο ότι οι Λαγκαδούσοι υπέστησαν την επίδραση άλλων λαών, αλλά και στο ότι ήλθαν, εξαιτίας της ναυτιλίας που ανέπτυξαν, σε συναναστροφή με όλους σχεδόν τους λαούς της Μεσογείου. Τις ξένες λέξεις δεν τις χρησιμοποιούσαν αυτούσιες στο νόημα όπως οι ξένοι, αλλά τους έδιναν δικό τους νόημα και τις ενσωμάτωναν ανώδυνα στο γλωσσάρι τους. Μερικά χαρακτηριστικά της γλώσσας που δεν μπορούν να φανούν μέσα από το γλωσσάρι είναι το -νε σαν κατάληξη σε όλα τα ρήματα π.χ. θα πάμενε, θα φάμενε. Σε πάρα πολλές άλλες λέξεις γίνονται συντμήσεις π.χ. άσε με -άφησε με, δο μου -δώσε μου. Χαρακτηριστικό είναι ότι σ` όλα τα ρήματα στον παρατατικό και στον αόριστο μπαίνει χρονική αύξηση το -η- αντί του -ε- π.χ. ήλεγεν αντί έλεγε, ήφαγεν αντί έφαγε. Μερικές φορές γίνεται παράλειψη συμφώνων π.χ. πήαινε αντί πήγαινε, πε μου αντί πες μου. ’Ενα άλλο χαρακτηριστικό της Λαγκαδούσικης γλώσσας είναι η μετατροπή του φθόγγου -λια π.χ. εγιά αντί ελιά. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι παρόλο που έχουμε κοινές ρίζες με τη γειτονική Συκιάδα, η προφορά των Λαγκαδούσων δεν έχει επηρεαστεί καθόλου από την ιδιότυπη προφορά των κατοίκων της Συκιάδας. Οι λέξεις που αναφέρονται πιο κάτω είναι παρμένες από το λεξιλόγιο των γερόντων του χωριού και από διάφορα μελετήματα Χιωτών συγγραφέων πάνω στο γλωσσάρι του νησιού μας (ανέκδοτα, λεξιλογικές σημειώσεις Αδ. Κοραή, Χιακά μελετήματα Στεφάνου). Προσπαθήσαμε αυτή η δουλειά μας να είναι όσο το δυνατόν καλύτερη. Πιστεύουμε ότι βάλαμε τις βάσεις γι’ αυτούς που θα θελήσουν στο μέλλον να ασχοληθούν περισσότερο με τη μελέτη της Λαγκαδούσικης γλώσσας.

α θες αν θέλεις
αβέρτα ελεύθερα
αβολύθια άγουρα σύκα
αγαλιάς χαζός, βραδυκίνητος
αγαντώ κρατώ, βαστώ
άγαρμπος άχαρος
αγγελοφορώ γίνομαι έξω φρενών
αγέλουπας αγριόβρωμη
αγκούσια στενοχώρια
αγουρίδα το άγουρο σταφύλι
αδερφομοίρι το μερδικό του κάθε παιδιού από τα πατρογονικά του
αθρακούφη θράκα
ακαμωσιά τεμπελιά
άλα κάπα ανάποδα
ολάκερος ολόκληρος
αλαμαναριά αυτή που δε φορούσε μαντίλι (για χήρες)
αλικουντίζω καθυστερώ
αμάδα πλατιά πέτρα, παιδικό παιχνίδι
αμάτις γι’ αυτό
άμια θεία
αμίλλα η κρούστα του βρασμένου γάλακτος
αμολώ αφήνω
αμπουρκούνα μαυρόσυκο
αμπουρνέλα κορόμηλο
ανάκαρδα με το ζόρι
ανακωλώνομαι δουλεύω εντατικά λόγω ανάγκης
αναμικιώρης στραβόξυλο (μεταφορικά)
αναφαγιά ανορεξία
αναφακάς διατροφή (περίπτωση διαζυγίου)
ανάφραντος απρόσεκτος
ανεκούρκουδα οκλαδόν
ανέπαψη ανάπαυση
ανερούφα ανάβλυσμα πηγής μέσα στη θάλασσα
ανέτριχα ανάποδα
ανήψητος άψητος, ανίκανος για χειρονακτικές εργασίες
αντεροχύνομαι ζηλεύω
αντικουράρω αντιστηρίζω
αντικούτικας ινιακή χώρα του κεφαλιού
αντρανίζομαι κουνιέμαι
αξαμώνω σημαδεύω
απλάκωτη ξετσίπωτη
απογυρίζω δεν παίρνω κάτι που μου προσφέρουν
αποδέλοιπος υπόλοιπος
αποδιαλόγια τα δευτέρας ποιότητας προϊόντα
αποδοσίδια δώρα
αποθύμια επιθυμία
αποκορδίζομαι τεντώνω τα χέρια ενώ χασμουριέμαι
αποσώνω συμπληρώνω
απότριμμα αυτό που μένει από τη ζύμη του ψωμιού, που στη συνέχεια μαζί με λάδι, κανέλα, σόδα και ζάχαρη το έκαναν γλυκό
αραλίκι αρέγα-αρέγα χουζούρι
αρρωστοφαγιά ανορεξία σκόπιμη
αστιφίδα θάμνος με αγκάθια
άστρο χαρταητός
άτσαλος ακάθαρτος
ατσιμάδα ακίδα (του ξύλου)
απόμαχος είδος πουλιού
αυγομαζεύω βρίσκομαι στα πρόθυρα αρρώστειας
αχιλιά στάχτη
αχινοπόδι θάμνος με αγκάθια
αχλαβοή οχλοβοή
αψανά δυνατά (επίρρημα)
βάτσινο άγριο μούρο
βατσίνα εμβόλιο
βγοδώνω γρηγορεύω
βεζετές αυτός που έχει καλό μνημονικό
βετσώνω πεισμώνω
βίκος αγριοαρακάς
βλατής ιλαρά
βουρβούλακας βρυκόλακας
βρεθίκιο εύρημα
βωλοδέρνω ταλαιπωρούμαι
βώτσος λάκκος
γαμπρίζω φλερτάρω
γαρμπιρίζω αλλοιθωρίζω
γδι γουδί
γδοχέρι γουδοχέρι
γεννησιμιό το εκ γενετής
γεροντοβόσκι σπίτι που μένουν ηλικιωμένοι
γιαβουκλούς (τούρκικο) αρραβωνιαστικός, αγαπητικός
γιάντα γιατί, για ποιο λόγο
γιόμελα δίδυμα
γκιργκίλια τα γρι-γρι
γκλάβα κεφάλι
γκρέμια γκρεμοί
γουριέμαι παραπονιέμαι μουρμουρίζοντας
δεκατώ μουτζωνω
διαβολίζω καταστρέφω
διαγουμίζω σκορπώ κάτι και πάει χαμένο
διάστολος ο λάκκος γύρω από τις ρίζες των δέντρων
δικέλι σκαπτικό εργαλείο
διπούντζα μικρό σχοινί για το δέσιμο των ποδιών των γαϊδάρων
δρογκεμένος δυναμωμένος
δρομώνι σιταρικό για το ανέμισμα του σιταριού
έβγαρμα προϊόν
εδέτσι έτσι
εμπασιά παραπόρτι του φράχτη
έμπανα δεν πειράζει
έμπολας στενό πέρασμα
εύρια τόπος όπου υπάρχουν σε μεγάλη ποσότητα σαλιγγάρια ή χόρτα
εφτού εκεί
εφτός αυτός
ζάβαλι τουλάχιστον
ζάλα-ζάλα πλάι-πλάι
ζαλιχές εύπιστος
ζάφτι-κάνω ζάφτι συγκρατώ
ζεβλεπιά το αφράτο στραγάλι
ζεματώ κατακαίω
ζουλιάρης ζηλιάρης
ζουλουκιάρης ζαβολιάρης
ζούμπερο φόβητρο
ηγού-ηβή εκφράσεις απορίας και έκπληξης
θάμμασμα το θέαμα που προκαλεί κατάπληξη
θεοσκοτωμένος αυτός που χτυπάει συχνά
θραμπεύομαι στηρίζω τις ελπίδες μου
θροφανός θρεμμένος
ιντα τι
ίσιαμε μέχρι
ίσια κάτω προς τα κάτω
ίσια πάνω προς τα πάνω
καβουλεύομαι δέχομαι
καβουλώνω λυγίζω
καζάντι κατάντια
κακαβιούλας αυτός που δεν «πιάνουν» τα χέρια του
κακαρώνω πεθαίνω
κακοπίχερα κακότυχα
κακοφόρατος αυτός που τα παίρνει όλα ανάποδα
καλάθρωπος το φυτίλι του καντηλιού
καλαφατίζω κλείνω τους αρμούς
καλοθένω τοποθετώ κάτι σε κατάλληλη θέση
καλόμπλωρος σκάρτος, αισχρός
καλούμα καλούμπα
κάμωμα έργο
κανεύω ευστοχώ
κανί μακρύ και αδύνατο πόδι
κανίσκι αφροδίσιο νόσημα
καργάρω ζορίζομαι
καρίκι απόχη
κάρλος κάλος
καρσί απέναντι
κασαβέτι μεράκι, καημός
κασίδης φαλακρός
κασκαρίκα ζαβολιά
κασκέτο σκουφί
καταδεχάμενο καλοδεχούμενο
κατακαθίζω κάθομαι φρόνιμα
καταμουτσουνιάζω προσβάλλω
κατασαλαγιάζω ησυχάζω
καταχωνιάζω κρύβω σε σίγουρο μέρος
κατελώ καταστρέφω, χαλώ
κατουμίζω νυστάζω
κατραμούλα κατηφόρα
κατσαλούμα η φωτιά που ανάφτηκε με ξερά κλαδιά
κατσί το μικρό γατί, ο μικροκαμωμένος, ο βρεγμένος
κατσιποδιά κακοτυχία
κατσιαμάμουνας είδος οστρακόδερμου
κατσούνα βέργα
καψοδέχομαι θέλω κάτι πολύ
κεντί απόγευμα, απογευματινό φαγητό
κενώνω ανακοινώνω, βάζω φαγητό στο πιάτο
κερεστές ξυλεία
κεσάτια ανέχειες, αναδουλειές
κεσές μεγάλη κούπα
κι απέ κι οδά ε και λοιπόν
κλαβανή καταπακτή
κλου-κλου Ξεμωραμένη
κλώτσος
κοκολόγια
κολάι (θα κάνω το κολάι μου) θα κάνω το κουμάντο μου
κολαντρίζω
κολίκι το καλούδι
κολλιτζιάνος το φυτό κόλλοπας
κολλιτσιάνος η τσούχτρα
κομπώνω τρώω με μικρές μπουκιές
κομποφανία κομπορρημοσύνη
κορδίζομαι κορδώνομαι
κόριτζα αρρώστεια των ορνίθων
κορμολια κορμός της ελιάς
κουβαλίδια ξεσηκώματα
κουδουνάτος μασκαράς
κούζα το πρόβατο καλής ράτσας με παχύ τρίχωμα
κουκούμιαλος το έντομο των κουκιών
κουμάρι κατάτι
κουμάσα κοτέτσι
κουμάσι σκάρτος άνθρωπος
κουμπάνιες προμήθειες
κουμνάκι κιούπι
κουμπάρος το σκουλίκι που υπάρχει στα σύκα
κουμπέτι σάμπως
κουντώ ενοχλώ, τσιγλίζω
κουντουρουδιά χαρούπια
κούπαση στενοχώρια
κούρβα λακκούβα
κουρκουλού αφελής
κούρος το κούρεμα των προβάτων
κουρούκια (τα) οι ελιές που πέφτουν πρώιμα
κούρουκλη η εντελώς κομμένη
κουρσούμι ασήκωτο
κουσέλι κουτσομπολιό
κουτάλα ωμοπλάτη
κούτελο μέτωπο (το)
κούτικας μέτωπο (το)
κουτουλώ συγκρούομαι
κουτουρού κατά τύχη
κουτρουβάλα τούμπα
κούτσα κούκλα
κουτσουκέλα παγαποντιά
κουφονότι νότιος άνεμος με πυκνή ομίχλη που προμηνά βροχή
κουφός ποντικός
κράι η πάχνη που πέφτει στους κάμπους τα χαράματα
κρέατα το λοφίο της κότας
κρίταμα φυτά που φυτρώνουν στις ακρογιαλιές
κύλα (η) βόλος, μπίλια
κύρης πατέρας
κύτταλο κόρα του ψωμιού
κωλοπετσωμένος διαβολικός, πάρα πολύ δραστήριος
λαφαζάνης υπερήφανος
λαφάζω λαχανιάζω
λειψανάβατος κιτρινιάρης, αδύνατος
λετέρα κηδεία, νεκροφόρα
λιάστρια το μέρος που έβαζαν τους καρπούς για να λιαστούν και να ξεραθούν
λιγουρεύομαι θέλω κάτι πάρα πολύ
λιλικιά άγρια σφήκα
λιλάδι πετραδάκι
λιλίρι λιοπύρι
λογιάζω σκέπτομαι, υπολογίζω
λογιώς (τι λογιώς) τι είδους, πως
λολαγκρίζομαι χάνω τα λογικά μου
λόρδα πείνα
λούγκρα (η) η φαγάνα
λούρδα αυτή που ξέρει να κολακεύει
λουχούσα λεχώνα
λωσταρία ασουλούπωτη
μαγουλίκα μαντήλι
μαιτάπι κοροϊδία
μαμουκιασμένος μαζεμένος, χωρίς θάρρος
μανή γιαγιά
μανιζέβελος εύχρηστος
μάντικας τσίβικας
μάργα-μάργα σιγά-σιγά
μαξούλι σοδειά
μάξους επίτηδες
ματζούνι φάρμακο
μάτσι είδος χειροποίητου ζυμαρικού
ματσίτικο κόκκινο πορτοκάλι
μεϊντάνι απλάδα
μελιτακιά πλήθος
μερδικό μερίδιο
μερτεπές αλάνα, απλάδα
μεσιακώνω γεμίζω μέχρι τα μισά
μνημούρι μνήμα, τάφος
μονογούργουρα μονομιάς
μούρκι χωράφι
μόστρα βιτρίνα
μουζαλιά μαυρίλα
μουρδαριά βρωμιά
μουτσουναριά μάσκα
μούτσουνο πρόσωπο
μπαγάζι αποσκευή
μπαγκάρα κελλάρι
μπαϊρντίζω αγανακτώ
μπαλάδια κουκλόπανα
μπαμπόγερος ο άξιος διαπομπεύσεως
μπάρουμου άραγε
μπατανία στρατιωτική κουβέρτα
μπατινάδα κατσάδα
μπινιάς (μένω) μένω άναυδος
μπογαλιάζω κάνω μπόγο
μπόγος είδος αποσκευής
μπόρλος καρούμπαλο
μπροστέλα ποδιά
μπουγάζι στενό θαλασσινό πέρασμα
μπουγέλο κουβάς
μπουγιουρντί (τουρκ.) λογαριασμός
μπουζού τσέπη
μπουλαντανί πολύχρωμο
μπούλι σάβανο
μπουντελώνω αντιστηρίζω
μπούρμπουλας σταμνί
μπουρουρίζω αγανακτώ
μπουτσώνω κρύβω, παραχώνω
μωροκάκατος αφελής
μωρολογώ λέω ανοησίες
ναζού ναζιάρα
νεμπότης κανάτα
νιόσμα αίνιγμα
νοισμένος μυαλωμένος
νταγιαντίζω αντέχω
νταντανίζω ταρακουνώ
ντορβάς δισάκι
ξαμολώ αφήνω
ξαπολώ αφήνω, παρατάω
ξαμώνω σημαδεύω
ξεγκιλίδια (στα) άντε χάσου
ξεθερμώ πλένω τα πιάτα
ξεκουμπίζομαι φεύγω άρον-άρον
ξεματιάζω διώχνω τη βασκανία
ξεντοκού ξεμωραμένη, ξεχασιάρα
ξεπουλιάζω παντρεύω όλα τα παιδιά μου
ξεραχαμνίζομαι χασμουριέμαι
ξερκένιο χαρταητός
ξεροτρόχαλος ο χτισμένος χωρίς λάσπη
ξουξούδια φύγε από δω
ξύσμα αυτό που ξύνεται
ξυστρί (έφαγε) τον έδιωξαν
Οβριός Εβραίος
ορδινιάζομαι ετοιμάζομαι
οσκό το αυγό που βγήκε χωρίς τσόφλι
ούμπλι παραγεμισμένο
ουργιοπέταχτος πολύ λαφρύς
ούργιος χαζός
οχονούς γρήγορα
όψιμο αργοπορημένο
παγκέτα σκαμνί
παγυρής νονός
πακιακιό χαϊδευτική λέξη για μικρά
παραβαρώ επιβαρύνω
παραλογιάζω κοιτάζω κάπου αφηρημένα
παραξόρδινο παραπανήσιο
παρασόλι ομπρέλλα
παρασυνεικιάζω παρομοιάζω
παρατσούκλι προσωνύμιο
παρτικουλάρω παίρνω το μέρος κάποιου
πασαγυρίστρια αυτή που γυρνάει όλη τη μέρα
πασέρνω δίνω κάτι στα πεταχτά
πάστρα καθαριότητα
παστρεύω καθαρίζω
παστρικιά πολύ καθαρή
πατατούκα χοντρό παλτό
πατούνα πατούσα
παχτώνω νοικιάζω
πάψη διακοπή
πατσούνι παιδική αρρώστεια
πεζούλι παραπέτο
πείσισμα παρότρυνση
περεχώ ρίχνω από πάνω
περιπαίζω κοροϊδεύω
πεσκέσι δώρο
πεσκίρι πετσέτα
πέτικας ο φλοιός του πεύκου
πετροζούλισμα ζούλημα του ποδιού ανάμεσα σε δύο πέτρες
Πέφτη Πέμπτη
πηδηγούμενα απαραίτητα
πίκος το μυτερό μέρος της αξίνας
πίζουλος επικίνδυνος
πίκα ειρωνεία
πικουπίζω αναποδογυρίζω
πίλι-πίλι πολύ γεμάτο
πίσπιλο στρογγυλό
πιτίζω μουλιάζω
πιττακώνω στοιβάζω
πιττόμελι κυρήθρα με μέλι
πλασερό πυκνό κόσκινο
πλάστης ματσόβεργα
πλουμιά-πλουμίδια στολίδια
πλυσταριό υπόγειο, αποθήκη
πολυβαηλής πολύξερος
πολυκαιρεμένο παλιό
πομένω λιποθυμώ
πόρδαλος ο ήχος που κάνουν τα παράθυρα όταν ανοίγουν
πούβετα πουζουδάκι πουθενά
πουλί μικρό μαξιλαράκι για την τοποθέτηση των βελόνων
πούλουδο αγάπη
πουντέλι λουλούδι
πουντιάζω αντιστήριγμα
πρασάγκουρας κρυώνω
προσάναμα σκουλήκι που καταστρέφει τις ντοματιές
πρώμο εύφλεκτη ύλη για άναμα φωτιάς
πρωτογόνατος πρώιμο
πυτιά πρωτότοκος
ραβαϊσι γλέντι
ραβδόλια είδος γλυκού
ρεγκλότα δαμάσκηνο
ρέγα-ρέγα άκρη-άκρη
ρεμπαγό το κάγκελο του σοφά
ριγάλο δώρο
ροδάνι σκεύος για το καβούρντισμα του καφέ
ροσόλι σιρόπι
ρούδι ρόδι
ρούκουνα μουσούδι
ρουμάνι δάσος
σαβού (ψάρια) ψάρια λαδολέμονο
σγάρα στομάχι πουλιών
σακελίζω κοσκινίζω
σαλαγκιά εργαλείο για το ψάρεμα χταποδιών
σαλαμούρα διάλυμα αλατιού για τη διατήρηση των τροφίμων
σάλιακας σαλιγκάρι
σαματάς φασαρία
σάματι μήπως
σαμιάμικας το μικρό αυγό που γεννά η κότα
σαρτάρω πηδώ
σαυλούτα σαίτα
σειράιδα με τη σειρά
σεκλέτι καημός
σίκλα κουβάς
σιδεροσιά τρίποδη σιδερένια εστία
σιλιβάρι χαλινάρι
σιλιγούδι μικρή σαύρα
σίμουδα μισοβρεγμένα
σκαρπάκι σκαλοπάτι
σκαρφίζομαι επινοώ
σκαφίδι σκάφη για το πλύσιμο των ρούχων
σκόλη σχόλη, αργία
σκόλια βράχια
σκορπαλευρού σπάταλη
σκούζα ψεύτικη είδηση
σκουρβούλα νεαρό κλαδί από κλήμα
σκουρδουλιάζω παρατρώω
σκούφαρο θαλασσινό χόρτο
σοκάκι στενό δρομάκι
σουλούπι κορμοστασιά
σουσάρω φυσάω τη μύτη μου
σούσουρο θόρυβος, φασαρία
σοφάς ξύλινη υπερύψωση του δαπέδου των σπιτιών
σπάργανο μωρό, ρούχα του μωρού
σπατσάρω αποπλέω
σπολάτη και να πεις ευχαριστώ
σπουρδώ σπαράζω
σταλίκι σημάδι οριοθετήσεως
στέκα σχολική τσάντα
στεγνές μέρες ξηρασίας
στερνιάζει λιμνιάζει
στίβα σωρός
στουπίζει χιονίζει
στραβελιά τρικλοποδιά
στράνιος στριμένος, ανάποδος
στράφι (πήγε) πήγε χαμένο
συγκαλά (έρχομαι στα) συνέρχομαι, λογικεύομαι
συμπάλλω ανάβω φωτιά με κούτσουρα
συνεμπαίνει (μου) με απασχολεί
συντυχία ανάσα
σύξυλος έρημος
συρμαγιά αποθεματικό
σύχαρος χαρούμενος
σύχριστος (γίνομαι) λερώνομαι
σφαλλίζω-σφαλλώ κλείνω
σφαντό-σφάντασμα φάντασμα
σφουγγάτο είδος χορτόπιττας
ταή χόρτο
τανίζω το φούρνο τον κρυώνω
ταμάχι κουράγιο
τζαναμπέτης στραβόξυλο (μεταφορικά)
τζερεμές άχρηστος άνθρωπος
τζετζερέδια κουζινικά
τιγανίτα γλυκό (γριές, βολαρίτες)
τόπακας αμετακίνητος
τουλουπάνι πανί για το στράγγισμα υγρών
τουρλού-τουρλού διάφορα, είδος φαγητού από διάφορα ζαρζαβατικά
τουμπί τύμπανο
τουρλούκι είδος κάλτσας
τραβαγιάρω κάνω πόνους της γέννας
τράβαλα τραβήγματα, φασαρίες
τραγιάσκα κασκέτο
τραμεζάμενος αποφασιστικός
τραμπούκα τύμπανο για τα κάλαντα
τρατάρω κερνάω
τραχανάς ζυμαρικό
τραχελιά ποδιά, μπροστέλλα
τραχόνι βράχος
τριβόλι αγκαθωτό φυτό
τρισκατάρατος ο δαίμονας
τσακέτα καρφί με χοντρό κεφάλι
τσαλαβουτώ βρέχω τα πόδια μου στη θάλασσα
τσαλάχατος ανεπαίσθητος θόρυβος
τσανάκα λεκάνη
τσάσκα φλιτζάνι
τσελέπετο πολύ μικρό κομμάτι
τσεσίτι ποικιλία
τσιγκελεύω κεντώ
τσιγκρώνω μορφάζω
τσιτώνω βάζω λόγια, διαβάλλω
τσουτσούμαλι «καλόγηρος» κάτω από τη μασχάλη
τσουνεύω κλωτσώ (για ζώα)
τσουνόπλακα είδος παγίδας για πουλιά
τυροβόλι μικρό βούρλινο καλάθι που βάζουν το τυρί οι τσοπάνηδες
φαντίνα κοπέλα της παντρειάς
φασκιά μικρό μακρόστενο κομμάτι γης
φέδα πίστη
φελί κομμάτι ψωμί
φιάκα λούσο
φινίκια γλυκό, μελομακάρονο
φιότσος βαπτιστήρι
φιροκαυκαλισμένη ξεμωραμένη
φλομίτης μεγάλο σαλιγγάρι
φραγί φράχτης
φρενιάζω τρελαίνομαι