- Απόtgi
- Δημοσιευμένο στο Λαϊκή Θυμοσοφία
- Με0 COMMENTS
- PERMALINK
- STANDARD POST TYPE
– Του παππού μου το ζωνάρι πάει και τελειωμό δεν έχει (Απ: ο δρόμος)
– Όλοι τύχουν κι ο βασιληάς ακόμα (Απ: το όνομα)
– Όλοι τόχουνε κι ο βασιληάς δεν τόχει (Απ: το μπάλωμα)
– Χίλιοι μύριοι καλόγεροι σ’ ένα ράσο τυλιγμένοι (Απ: το ρόδι)
– Απ’ εδώ σ’ αρπώ και στον τοίχο σε κολλώ (Απ: η μύξα)
– Άσπρο είναι σαν τυρί και τυρί δεν είναι έχει ποντικού οργιά και ποντικός δεν είναι
(Απ: το ροπάνι)
– Έχω ένα βαρελάκι κι έχει δυό λογιώ κρασάκι (Απ: το αυγό)
– Απ’ τον ουρανό πέφτει και δεν ραΐζει και σε μια στάλα νερό λυώνει (Απ: το χιόνι)
– Τέσσερα καλογεράκια κυνηγούνται-κυνηγούνται και ποτέ δεν τσακωνούνται (Απ: οι άνεμοι)
– ΣΤΟ μαγειριά με συναντάς, με ξέρουνε οι κήποι, πολλές φορές για μένα κλαις, χωρίς να έχεις λύπη (Απ: το κρεμμύδι)
– Σφαλώ το σεντουκάκι μου κι αφήνω κρόσια πίσω (Απ: το μάτι)
– Κλέφτες μπήκαν στην πόλη και η μεν πόλη έφυγε οι δε κλέφτες συνελήφθησαν (Απ: τα δίχτυα με τα ψάρια)
– Άλογο, τετράλογο τετραχαλινωμένο στα γλυκομάρμαρα πατά στο νερό κυλιέται (Απ:
ο νερόμυλος)
– Τέσσερις πίττες μαλακές μία ταμπουρά ένα στραυρολόξαρο (Απ: η καμήλα)
– Όρνιθα κουά-κουά πηδά τον τοίχο και γεννά (Απ: η νεροκολοκύθα)
– Άσπρη κόρη ξανθομάλλα και γαλατερή σαν γάλα εκατό φιλιά της δίνω τα λεφτά και στα τελευταία την πετώ (Απ: το τσιγάρο)
– Όπου πεις, μπαίνει (Απ: ο τόνος)
– Άσπρο είναι το χωράφι και μελαχροινός ο σπόρος και μιλεί και συντυχαίνει μ’ εκείνο
που το σπέρνει (Απ: η πέννα)
– Όσο τη μαλάξεις την περιστέρα μου, τόσο γεμίζει η χέρα μου (Απ: ο κλώστης)
– Πράσινος πύργος, κόκκινα τζάμια, αράπηδες χορεύουνε μέσα στα φυλλοκάρδια (Απ: το καρπούζι)
– Ανεβαίνει η πιπιτσού, κατεβαίνει η πιπιτσού, γεμίζει την κοιλίτσα της και πάει πάλι απάνω (Απ: το καντήλι)
– Γούρνα μου πελεκητή, μαρμαρένια και χυτή, με τα μαύρα ψάρια μέσα και με το γλυκό κρασί (Απ: το καρπούζι)
– Μακρύς, μακρύς καλόγερος και πίττα η κεφαλή του (Απ: το φουρνεύτριο)
– Μαυρομούτσουνο μουλάρι τα πρινάρια κοκκαλίζει (Απ: ο φούρνος)
– Μακρύς, μακρύς καλόγερος και κόκκαλα δεν έχει (Απ: ο καπνός)
– Από λευκή πέτρα ανήρ γεννάται, επί της κεφαλής αυτού φέρει πύργον, με την φωνήν αυτού νεκρούς ανασταίνει και μετά τον θάνατον του βαπτίζεται (Απ: ο κόκκορας)
– Εν μηνί Μαρτίω θηρίον γεννάται πέντε το χαλεύουσι δύο το συντρίβουσι και εις την χώραν των ελεφάντων αποθνήσει (Απ: ο ψύλλος)
– Ανάμεσα σε δυο βουνά, βουρβούλακας κατρακυλά (Απ: τα κόπρανα)
– Κυρία χαιρετώ σας, μ’ αυτό πούχετε εμπρός σας. Κύριε χαίρετε μ’ αυτό που σας κρέμεται
Επιτρέπετε να βάλω το μαύρο μου μέσα στο μαλλιαρό σας; Δυστυχώς κύριε, τύχουμε ξυρίσει προ 3 ημερών (Απ: το χωράφι, ένας λοχαγός και
το άλογο)
– Σκύβω γονατίζω μπρος σου, το μακρύ μου στο σχιστό σου (Απ: το κλειδί με την κλειδαριά)
– Ζαρωμένη τήνε βάζω, τεντωμένη τήνε βγάζω (Απ: ή κάλτσα)
– Καράβι δωδεκάσφηνο, κάθε σφήνα κι όνομα (Απ: ο χρόνος με τους μήνες)
– Η κοιλιά με την κοιλιά, το μακρύ κάνει δουλιά (Απ: το πιθάρι με τα χερούλια του)
– Κοντός-κοντός καλόγερος και πέρα η φωνή του (Απ: η καμπάνα)
– Μακρύς-μακρύς καλόγερος που τελειωμό δεν έχει (Απ: ο δρόμος)
– Σπω πάγο και μες στον πάγκο, βρίσκω ένα κομμάτι ασήμι και μες στο ασήμι ένα κομμάτι μάλαμα (Απ: το αυγό)
– Μακρύς μακρύς καλόγερος, κουδούνια φορτωμένος (Απ: κυπαρίσσι-κυπαρισσόμηλο)
– Ανάμεσα σε δυό βουνά κόρη σφάζεται (Απ: η ψείρα και τα δάκτυλα)
– Η θεια μου η Καλλιόπη χίλια βρακιά φορεί, και πάλι ο πισινός της φαίνεται (Απ: η λαχανίδα)
– Σανίδι μέσα στο γιαλό, ποτέ του δε σαπίζει (Απ: η γλώσσα)
– Όταν τη δεις τρομάζεις, όταν τη βάζεις φωνάζεις κι όταν σου χύσει θα σε ωφελήσει (Απ: η ένεση)
– Γι’ αυτό και γω σ’ αγόρασα κι ήδωκα τον παρά μου για να σε βάζω ανάσκελα να κάνω τη δουλειά μου (Απ: η σκάφη)
– Άσπρα μαύρα πρόβατα και ξυλίτικος βοσκός (Απ: το στυλό τα γράμματα και το χαρτί)
– Σκίζω, ρίζω το γκρεμό βρίσκω μέσα νύφη και γαμπρό, πεθερά και πεθερό (Απ: το καρύδι)
– Ανεσούρδου μου τα σκέλη, σούχω τη μακρυά δεμένη και με τη σαχλοπούτα μου χτυπώ του μαλλιαρού σου (Απ: ο αργαλειός)
– Άλογο τετράλογο, τετραπαλουκωμένο, σαράντα πέταλα φορεί κι εις το νερό κυλιέται (Απ: Νερόμυλος)
– Άμαλλος μαλλί δεν έχει, κώλο έχει οριάν δεν έχει (Απ: ο βάτραχος)
– Άψυχος ψυχήν δεν έχει και ψυχήν κρατεί και τρέχει (Απ: το βαπόρι)
– Από έξω γλυστερό κι από μέσα μαλλιαρό κι από μεσ’ αφ’ το μαλλί έχει μια μπουκιά φαί (Απ: το κάστανο)
– Άσπρος γεννιώμαι, πράσινος καταντιώμαι σαν τους τρεις παίδας στο καμίνι με βάζουν από πάνω με ρίχνουν κι από κάτω με βγάζουν. (Απ: ο καφές)
– Άσπρο είναι, τυρί δεν είναι, σκορδοκρόμυδο δεν είναι άρχοντες πτωχά το ζάρουν εις την τράπεζα το βάζουν (Απ: το αλάτι)
– Απάνω κόφτει, κάτω κόφτει και μέσα κόρη λε και δε λε (Απ: η γλώσσα)
– Γλυκυτατ’ από ζάχαρη, γλυκύκατ’ από μέλι μήτε στο χέρι πιάνεται μήτε στο ζύμι μπαίνει (Απ: το ύπνος)
– Ίσιο είναι σαν κερί, κι η φωνή του τρομερή (Απ: το τουφέκι)
– Καράβι χιλιοτρύπητο νερό παγ’ όπου θέλει (Απ: ο σπόγγος)
– Κλειδώνω, μανταλώνω μα πάλι κλέφτης μπαίνει (Απ: ο ήλιος)
– Μακρύ σκοινί ως τον ουρανό, αλλά τέλος δεν έχει (Απ: ο δρόμος)
– Ψηλή, λιγνή, γιαλιστερή βεργήτημα του κόσμου δυο την κρατούν για την δουλειά και τρίτος την εσπρώχνει (Απ: η βελόνα)