- Απόtgi
- Δημοσιευμένο στο Λαϊκή Θυμοσοφία
- Με0 COMMENTS
- PERMALINK
- STANDARD POST TYPE
Εδώ αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά δείγματα (που δεν είναι και λίγα) της Λαγκαδούσικης… εξυπνάδας. Πρόκειται για διασκεδαστικές ιστορίες με πρωταγωνιστές… πανέξυπνους προγόνους μας που έφθασαν από στόμα σε στόμα μέχρι τις μέρες μας. Μέσα απ’ αυτές έχει κανείς την ευκαιρία ν’ απολαύσει την απλοϊκότητα και την αφέλεια εκείνων των ανθρώπων που, μακριά από τη μόρφωση και τη γνώση, είχαν ένα δικό τους, διασκεδαστικό για μας, τρόπο να δρουν και να σκέπτονται.
«Ο… κηδεμόνας»
-Μια Λαγκαδούσαινα πήγε να γράψει τα παιδιά της στο σχολείο. Τη ρωτά λοιπόν ο καθηγητής: «Κυρία μου, ποιος είναι ο κηδεμόνας του παιδιού;» Μάταια περιμένει όμως απάντηση.
Ο καθηγητής επαναλαμβάνει την ερώτηση οπότε η κυρία με φανερά ενοχλημένο ύφος απαντά:
«Συγγνώμη κύριε καθηγητή μου, μα τα παιδιά μου είναι κατάκαλα! Δαίμονα δεν έχουνε!…»
«Συνήγορος να σου πετύχει…»
-Κάποτε, ένας νεαρός Λαγκαδούσης παίζοντας μπάλα ατύχησε και η μπάλα του κατέληξε στην κοιλιά μιας εγκύου γυναίκας.
Η κυρία πήγε στο σχολείο και παραπονέθηκε, οπότε ο καθηγητής καλεί τη μητέρα του νεαρού για να την ενημερώσει για τη συμπεριφορά του γιου της.
Η μητέρα λοιπόν για να …ελαφρύνει τη θέση του παιδιού της απαντά:
«Κύριε καθηγητή μου, εν πειράζει. Εδώ επέρασένε ο Δεσπότης και τούριξε το καλιμαύκι κι εν εμίλησεν ο άνθρωπος!..»
«Απορία»
-Μία Λαγκαδούσαινα άρρωστη επισκέπτεται το γιατρό της, ο οποίος διέγνωσε νευραλγία.
Η κυρία έντρομη, πηγαίνει στο φαρμακοποιό και με αληθινά ανήσυχο ύφος ρωτάει: «Κε Σπίνε μου, για πες μου τι αρρώστεια είν’ αυτή η …νοσταλγία;»!!
«Τακτική στρουθοκαμήλου»
-Μία ομάδα από Λαγκαδούσαινες πήγαν να κόψουν ξύλα. Επειδή όμως έκανε πολύ ζέστη αποφάσισαν να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα. Φυσικά εκείνη την εποχή μαγιώ δεν υπήρχαν και κολυμπούσαν γυμνές.
Ξαφνικά περνά μια βάρκα με ψαράδες, οπότε μία απ’ όλες για να μην την αναγνωρίσουν, έκρυψε στο νερό το κεφάλι της κι έβγαλε έξω… τον πισινό της!!
«Κόμμωση αλα-Αννού»
-Μία πανέξυπνη Λαγκαδούσαινα προκειμένου να κουρέψει την κόρη της, της έβαλε έναν κεσέ στο κεφάλι και όσα μαλλιά περίσσευαν τα έκοψε!!
«Αναγγελία θανάτου»
Ένα εγγονάκι επιστρέφοντας σπίτι, βρίσκει τη γιαγιά του νεκρή. Βγαίνει λοιπόν έξω και φωνάζει: «Την κουνώ, εν κουνει’ της μιλώ, εν μιλεί πάει στο διάολο η μανή»
«Με το μαλακό!»
Μία κυρία προκειμένου ν’ αναγγείλει το θάνατο της πεθεράς της στον άνδρα της που ταξίδευε του τηλεγραφεί: «Μητέρα σου εν αφασία»!!!
«Μέτρημα Κυδιαντούσικο»
’Ενας Κυδιαντούσης προκειμένου να μετρήσει το χωράφι της μητέρας του χρησιμοποίησε τη βέργα του σαν μονάδα λέγοντας: «μια πεφτή, δυο πεφτές, τρεις πεφτές ειν’ της μάνας μου το πράμα!!»
«Αχ! αυτή η λάμπα»
Μία πανέξυπνη Λαγκαδούσαινα που εργαζόταν σαν υπηρέτρια σ’ ένα αρχοντικό και που δεν είχε δει ποτέ της ηλεκτρική λάμπα, προσπαθούσε να τη σβήσει φυσώντας με το στόμα.
Βλέποντας πως η λάμπα δεν έσβηνε πήρε ένα πετσετάκι και μανιωδώς άρχισε να την κτυπάει!!!
«Ετοιμότητα»
Κάποτε μια Λαγκαδούσαινα πήγε ν’ αγοράσει αλεύρι. ’ Εκανε όμως λάθος κι αντί να πάρει σακούλι, πήρε ένα από τα βρακιά της.
Μόλις ο φούρναρης της έριξε το αλεύρι και το είδε να κυλάει από τα δυο πατζάκια, αντελήφθη το τραγικό της λάθος και μη θέλοντας να δείξει ότι το βρακί ήταν δικό της, λέει στο φούρναρη: «Ούχου γιε μου! ’ Ηκαμα λάθος και πήρα το σώβρακο του γιου μου!!!»
«Μπουμπουλίνες!!!»
Μία παρέα μεγάλη, ανάμεσα στους οποίους ήταν η Αμαλία Φερεντίνου και ο Γιάννης Καριάμης πήγαν στα Γρίζα για να μαζέψουν ελιές.
Για να πειράξουν λοιπόν την Αμαλία ξέροντας πόσο …θαρραλέα ήταν γέμισαν τις τσέπες της με σκατομπαμπούλους (μαμούνια).
Η Αμαλία έντρομη άρχισε να φωνάζει:
«Κόβετε και μη λυπούστενε!!» εννοώντας το φόρεμα της. Τελικά απελπισμένη ζητάει βοήθεια από μια άλλη θαρραλέα την Κατερίνα του Καλόγερου λέγοντας της:
«Μωρή Κατερίνα, πάρε μου τα!»
Κι η Κατερίνα απαντά: «Φουρτούνα να σ’ εύρει! Να μη φάνε εσένα, να φάνε εμένα!…»
«Η συν – γνώμη!»
Μία Λαγκαδούσαινα, που δεν είχε φύγει ποτέ από το χωριό της, πήγε περίπατο με τον αδελφό της στη Χώρα.
Θαμπωμένη μ’ όλα όσα έβλεπε πήγε και στάθηκε στην είσοδο ενός οπωροπωλείου. ’ Ενας κύριος που ήθελε να περάσει μέσα της, λέει ευγενικά: «Συγγνώμη!»
Η Μαριγώ δεν κουνούσε από τη θέση της.
«Συγγνώμη!» επαναλαμβάνει ο κύριος.
«Φουρτούνα να σ’ εύρει!» απαντά η Μαριγώ, χωρίς να κινηθεί από τη θέση της.
ΣΤΟ τέλος ο κύριος την πέρασε για τρελή κι έφυγε. Όταν βγήκε με τον αδελφό της από την πόλη του λέει: «Αχ Ζαννή μου! Δε σούπα τίποτα, για να μή τσακωθείς. Εκεί που στεκόμουν ήρθε ένας αφορισμένος και μούλεγε «συγγνώμη» δηλαδή ήθελε να μου πει πως εγώ κι αυτός έχομε την ίδια γνώμη!…
«Αλήθεια Μαριγώ; Να γυρίσω πίσω να τόνε σκοτώσω τον άτιμο!!» απαντά ο αδελφός της αστειευόμενος.
«Όχι Ζαννή μας. Όχι!…»
«Συστάσεις»
Μία πανέξυπνη Λαγκαδούσαινα προσπαθώντας να συστηθεί είπε:
«Είμαι του καπετά-Στέλιου του Μαυρέλου, του γυιου του Αγγελή, πεθερά!…»
«Όταν σηκώνεται η… νοτιά»
Ένα ζευγάρι είναι ξαπλωμένο νύχτα, στο συζυγικό κρεβάτι. Έξω ο αέρας λυσσομανάει.
Ο σύζυγος λοιπόν λέει με θαυμασμό και φόβο:
«Βρε την άτιμη! Πώς σηκώθηκε!» εννοώντας φυσικά τη νοτιά. Η σύζυγος του με φωνή γεμάτη λαχτάρα απαντά: «Στάσου άντρα μου να γυρίσω πιο βολικά!»
«Κεραυνοί στο… κατακαλόκαιρο»
Μία ευτυχής Λαγκαδούσαινα γιαγιά πήγε τα εγγονάκια της σ’ ένα ζαχαροπλαστείο να τα κεράσει παγωτό.
Τα παιδιά λοιπόν είπαν στη γιαγιά τους να παραγγείλει έξι πυραύλους. Εντός ολίγου καταφθάνει το γκαρσόνι και η γιαγιά παραγγέλλει: «Παρακαλώ μας φέρνετε έξι… κεραυνούς!!»
Και το γκαρσόνι: «Σιγά, κυρά μου! Μας έκαψες!»
«Ενδιάμεσος…»
Το τηλέφωνο χτυπά. Η κυρία του σπιτιού το σηκώνει κι από την άλλη άκρη του σύρματος ακούγεται μια φωνή: «Ε! Συμπεθέρα Μαρουλιώ! Συμπεθέρα Μαρουλιώ!»
«Λάθος κάνετε!» απαντά η κυρία που αναγνώρισε πως η φωνή ανήκε σε μια συγχωριανή της, και συνεχίζει:
«Κυρία Μαριγώ, εσείς είστε; Κάνατε λάθος. Εδώ είναι το σπίτι του ανιψιού της του Νικολή».
«Ουγού δουλιά πούπαθα! Ποια είσαι συ κόρη μου;»
«Είμαι η γυναίκα του Νικολή».
«Τόχεις εσύ το τηλέφωνο της συμπεθέρας της Μαρουλιώς;»
«Ναί, βέβαια!»
«Αμάτις κόρη μου εν την παίρνεις εσύ να μου τήνε δώκεις;…!!»
«Το κουφό… τηλέφωνο»
Μία Λαγκαδούσαινα απέκτησε μπάνιο εξοπλισμένο με όλες τις ανέσεις.
Βλέποντας λοιπόν το τηλέφωνο της μπανιέρας το βάζει στ’ αυτί της και λέει: «Μαριαθώ! έ Μαριαθώ». (Η Μαριαθώ είναι η τηλεφωνήτρια του χωριού).
Μήν παίρνοντας φυσικά απάντηση συνεχίζει: «Μαριαθώ! ε Μαριαθώ! Για δέτηνε που δε μου μιλεί!…»
«Το μπουλαντανί»
Μια φορά κι ένα καιρό ένας Λαγκαδούσης που είχε χηρέψει ετοιμάστηκε να φύγει ταξίδι.
Το μπογαλάκι του το ετοίμασε η μάνα του.
Η άμοιρη όμως έκανε λάθος κι αντί να του βάλει τα σώβρακα του, έβαλε τις δικές της βράκες.
Κάποια στιγμή στη διάρκεια του ταξιδιού βράχηκε και πήγε ν’ αλλάξει. Πιάνει λοιπόν το πρώτο εσώρουχο, αλλά κάτι δεν του πήγαινε καλά.
Κοιτάει καλύτερα μέσα στο μπογαλάκι κι αναφωνεί έκπληκτος: «Ουγού! να και το μπουλαντανί της!!» (=το πολύχρωμο βρακί της).
«Οι κακόψητοι σαλιάκοι»
Μια Λαγκαδούσαινα νιόπαντρη βάλθηκε να μαγειρέψει σαλιάκους για το μεσημέρι.
’Οταν επέστρεψε ο άνδρας της στο σπίτι για φαγητό πεινασμένος και κουρασμένος βρίσκει τη γυναίκα του αγανακτισμένη να φωνάζει: «Βρε άντρα μου, το φαΐ δεν εψήθηκε. Απ’ το πρωί τους ψήνω κι ακόμα δεν τρυπιούνται!»…
«Γλυκό… γοναράκι!»
Σε μια λαγκαδούσαινα, έφερε ο σύζυγος της, ψάρι γοναράκι να μαγειρέψει για το μεσημέρι.
Εκεί λοιπόν που το καθάριζε περνά ένας συγχωριανός της χωρατατζής και της λέει:
«Βρε Αννού! Αυτό το ψαράκι είναι ό,τι πρέπει για γλυκό!»
«Αλήθεια βρέ; Θα γίνει καλό;»
«Ούτε συζήτηση, Αννού!»
Το μεσημέρι αντί να φάει το ζευγάρι τηγανητό γοναράκι έφαγε η Αννού το βάζο με το γλυκό το γοναράκι στο κεφάλι!…
«Πνεύμα οικονομίας!…»
’Οταν ο ηλεκτρισμός εισέβαλε στο χωριό μας μία πανέξυπνη συγχωριανή μας καθότανε τη νύχτα μπροστά στο ψυγείο μ” ανοιγμένη την πόρτα κι έπλεκε. Μπαίνει λοιπόν μέσα η κόρη της και της λέει:
«Βρε μάνα τι κάνεις εκεί;» και η απάντηση
«Βρε παιδί μου, να πηγαίνει χαμένο το φως;»
«Παινέματα»
Μια Λαγκαδούσαινα θέλοντας να παινέσει το αρνάκι της είπε: «Καλέ και κουρεμένο πούναι, ξέρει το σπίτι κι έρχεται!»
«Γαϊδουρινή νοημοσύνη»
Κάποιος πήγε ν’ αγοράσει γάιδαρο από τα Καρδάμυλα αφού την προηγούμενη βδομάδα είχε πουλήσει το δικό του.
Οι έξυπνοι όμως Καρδαμυλίτες, αφού κουρέψανε το γάιδαρο που τους πούλησε, τον βάψανε και του τον ξαναπούλησαν.
Όταν τον έφερε στη Λαγκάδα, ο γάιδαρος πήγε κατευθείαν στο σταύλο του. Έκπληκτος ο μπάρμπας αναφωνεί: «Βρε το άτιμο για ζώο! Τι έξυπνο που είναι! Ακόμα δεν τον ήφερα και γνωρίζει το σταύλο!»
«Ηρωισμός!»
Στόν πόλεμο κάποιος έλεγε στον κόσμο: «Εμπρός παιδιά!!» και στο γιο του: «Πίσω βρε Πηνέλη!»
«Ξυρίζει… Ξυρίζει… Ξυρίζει…»
Ένας Λαγκαδούσης επιστρέφει στο σπίτι του και ζητά από τη γυναίκα του ζεστό νερό να ξυριστεί.
Εκείνη του απαντά ατάραχη:
«Ζεστό νερό εν έχουμε άντρα μου. ’ Εχομε όμως φασολόζουμο!»
«’ Εκλυση ηθών»
Μία Λαγκαδούσαινα προχωρημένης ηλικίας έλεγε στην κόρη της: «Ετουτουνού του καιρού πια οι γυναίκες είναι πολύ ξεβγαλμένες!»
«Γιατί καλέ μάνα;» ρωτά η κόρη της.
«Ε! πια! όλο φωνάζονται με τον αρραβωνιαστικό τους: Γιώργο, Ανθή!» εννοώντας την εγγονή της που ήταν αρραβωνιασμένη.
«Ε! και κακό είναι;» συνεχίζει η κόρη της.
«Εμείς εκείνο τον καιρό, όταν ερχούντανε ο αρραβωνιαστικός μας εβάζαμε τη μαντήλα μαγουλίκα και φωνάζαμε: Ε! Κι εκείνος απαντούσε: «Ου!» Δεν εφωνάζαμε τα ονόματα μας!!!»
«Ακόμα τον ψάχνει…»
Η Κατερίνα του Καλόγερου ήρθε στην Αθήνα για να δει τον γιο της. Όταν έφθασε στην Ομόνοια βρήκε τον πρώτο τυχόντα και τον ρώτησε αν ξέρει το γιο της το Γιάννη. Αυτός κατάλαβε ότι είχε να κάνει με αγαθή και της λέει: «Ναι! Βέβαια!»
«Πάρε γυιε μου ένα πενηντάρι να πα να μου τον φέρεις!»
Ενώ περίμενε μάταια φυσικά, κουράστηκε και πάει σε μια κούκλα μιας βιτρίνας και απελπισμένη της λέει: «Μωρή κόρη μου, δεν έρχεσαι συ να με πας γιατί αυτός αργεί νάρτει;» και μήν παίρνοντας απάντηση συνεχίζει: «Και πώς δε μου μιλείς; Θυμωμένη είσαι; Ουγού!… τόσο κόσμο βλέπω εδώ κι ένας χωριανός δε βρίσκεται!…»
«Σύγκρουση καθηκόντων»
Μια μητέρα βοηθούσε την κόρη της να γεννήσει. Ξαφνικά, η έγκυος γαϊδούρα απέξω άρχισε να γκαρίζει, γιατί ήλθε κι η δική της ώρα να γεννήσει. Η μάνα λοιπόν λέει βιαστικά στην κόρη της: «Τραβαγιάριζε εδ’ αυτού. Εσύ καταλαβαίνεις! Το ζώο δεν μπορεί να περιμένει!» και την παράτησε να γεννήσει μόνη της.