Βορειοανατολικά της Χίου και σε απόσταση 16 χλμ από την πόλη συναντάμε τη Λαγκάδα. Ναυτικοί και κτηνοτρόφοι κύρια οι κάτοικοί της, στην τελευταία απογραφή του 2000 ήταν 1910.

Μέχρι το 1998 αποτελούσε κοινότητα, μαζί με τον οικισμό του Αγρελωπού, ενώ μετά την αναγκαστική συνένωση στα πλαίσια του νόμου Καποδίστρια ανήκει στο Δήμο Ομηρούπολης (συμπεριλαμβάνει το Βροντάδο και τα χωριά Καρυές, Συκιάδα, Αυγώνυμα, Ανάβατος, Σιδηρούντα).

Περνώντας τον κόμβο της Συκιάδας- Αγίου Ισιδώρου και διασχίζοντας βραχώδες τοπίο βλέπουμε αμφιθεατρικά το χωριό να απλώνεται κατά μήκος ενός πλατιού λαγκαδιού -από αυτό άλλωστε πήρε και την ονομασία του-, με μικρό κάμπο από ελιές, οπωροφόρα δέντρα και νερά.

Η Λαγκάδα διασχίζεται από τον ποταμό Κρίκελη και η πιο εύφορη περιοχή της είναι στο εσωτερικό της που σχηματίστηκε από τις προσχώσεις του ποταμού. Εκεί βρίσκονται τα Καταλύματα και ο Ταξιάρχης. Όπως λένε στην περιοχή των Καταλυμάτων κατασκήνωναν οι άνθρωποι για να προστατευθούν από τους μεγάλους σεισμούς. Αριστερά της Λαγκάδας αναπτύσσεται ο οικισμός του Αγρελωπού- όπου υπήρχαν αγριελιές-, που μαζί με τη Λαγκάδα αποτελούν ένα οικιστικό σύνολο.

Μόλις αντικρίσουμε το χωριό βλέπουμε να ξεχωρίζει ψηλά και από την ανατολική πλευρά, ένας από τους πολλούς ανεμόμυλους (σώζεται το κύριο μέρος του) που υπήρχαν στην περιοχή και άλεθαν κύρια σιτάρι.

Στους πρόποδες του λόφου όπου είναι ο μύλος είναι χτισμένο το κυρίως μέρος της Λαγκάδας. Ακολουθούμε τον κατηφορικό δρόμο που περνά δεξιά το πευκοδάσος του Καρυδά και διασχίζοντας το στενό κανάλι του Γλυφού, μπαίνουμε στη Λαγκάδα μέσα σε στενά σοκάκια, χαμηλά σπίτια και περιποιημένες αυλές, γεμάτες με λουλούδια.

Το κανάλι του Γλυφού ονομάστηκε έτσι επειδή εκεί καταλήγουν νερά πηγών. Κατά μήκος της μιας του πλευράς «στολίζεται» από ευκαλύπτους ενώ αποτελεί ασφαλές αγκυροβόλι για τις βάρκες του χωριού.

Στη νότια πλευρά του χωριού είναι ο Σκαρδανάς που τα πρώτα σπίτια του βρέχονται από θάλασσα.
Μπαίνοντας στο χωριό από το κεντρικό δρόμο, η πρώτη δεξιά στροφή μας βγάζει στο λιμανάκι της Λαγκάδας με τα πολλά καφενεία, ουζερί και ταβέρνες. Απέναντι έχουμε τη θέα του νησιωτικού συμπλέγματος των Οινουσσών. Όπως παρατηρεί ο επισκέπτης το χωριό βρίσκεται στο βάθος κολπίσκου προφυλαγμένου από τους ανέμους.

Αρχικά στη Λαγκάδα κάτοικοι της Κυδιάντας διατηρούσαν καφενεία όπου σύχναζαν ναυτικοί και όταν οι κάτοικοι της Κυδιάντας άρχισαν να ασχολούνται συστηματικότερα με τη ναυτιλία, κατέβηκαν στη Λαγκάδα και έτσι αποτέλεσαν τους πρώτους κατοίκους του χωριού. Μάλιστα όπως φαίνεται από τη χρονολογία που έχει η πλάκα του πιο παλιού σπιτιού της Λαγκάδας το χωριό πρέπει να κατοικήθηκε το 1875. Η Λαγκάδα όμως ως κοινότητα συστάθηκε το 1834 μαζί με την Κυδιάντα.

Κατά την απελευθέρωση του 1912 οι κάτοικοι του χωριού πολέμησαν εναντίον των Τούρκων. Στη μάχη του Αίπους οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν στην Κυδιάντα, ενώ από το λιμάνι της Λαγκάδας ο ελληνικός στόλος τους κανονιοβολούσε. Το 1940 πολλοί Λαγκαδούσοι ταξίδευαν ενώ και σ’ αυτό το χωριό εγκαταστάθηκε ολιγομελής Γερμανική φρουρά. Από το λιμάνι της Λαγκάδας φυγαδεύτηκαν πολλοί προς τη Μέση Ανατολή, μέσω Τουρκίας. Από το 1943 και μετά η Λαγκάδα έζησε ημέρες πείνας, επειδή πολλά καίκια είχαν φύγει στη Μέση Ανατολή. Τότε καλλιεργούσαν την περιοχή του Κάμπου ενώ πολλές γυναίκες πήγαιναν με τα πόδια στα Βορειόχωρα για να εξασφαλίσουν λίγο σιτάρι ή καλαμπόκι και να μετριαστεί η πείνα.
Οι Γερμανοί έφυγαν από τη Λαγκάδα στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 αφήνοντας ναρκοθετημένη την περιοχή του Γλυφού και παρόλο που είχαν προειδοποιήσει τους Λαγκαδούσους κάποιοι σκοτώθηκαν από τις νάρκες.
Όμως η Λαγκάδα θρήνησε και πολλούς ναυτικούς της κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής με χαρακτηριστική περίπτωση το ελληνικό φορτηγό πλοίο «Πηλεύς» το οποίο ήταν το τελευταίο πλοίο που βυθίστηκε στις 13 Μαρτίου 1944 στον Ατλαντικό από Γερμανικό υποβρύχιο. Θύματα τα αδέρφια Παναγιώτης και Βασίλης Λεοντάρας του Παντελή…

Ναυτική παράδοση της Λαγκάδας

Τα βράχια, τα ψηλά βουνά καθώς και το άγονο της περιοχής οδήγησαν τους κατοίκους της περιοχής στη θάλασσα αφού με τη γεωργία ήταν δύσκολο να ασχοληθούν συστηματικά και αυτό γινόταν κυρίως το χειμώνα.

Η διέξοδος προς τη θάλασσα οδήγησε τους ανθρώπους στα παράλια όπου αναπτύχθηκαν ναυτικά κέντρα. Έτσι με κέντρο το Δελφίνι από τα αρχαία χρόνια, η περιοχή ήταν κόμβος για τα ταξίδια.

Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου χρησιμοποιούσαν το Δελφίνι σαν βάση όπου ταυτόχρονα επισκεύαζαν και πλοία. Πιθανά μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο να εγκαταλείφθηκε προσωρινά όμως ξαναχρησιμοποιήθηκε στη ρωμαϊκή εποχή. Στα Βυζαντινά χρόνια εκεί λειτούργησαν ναυπηγεία γεγονός που ευνόησε η πλούσια βλάστηση, αφού η Χίος ήταν κατάφυτη από πεύκα. Και στα επόμενα χρόνια της Γενουατοκρατίας αλλά και Τουρκοκρατίας ναυπηγούνταν πλοία στην περιοχή. Το δρόμο της θάλασσας διάλεξαν και μετά την καταστροφή της Χίου το 1822.

Οι κάτοικοι της Κυδιάντας ασχολήθηκαν με το εμπόριο, αγοράζοντας εσπεριδοειδή από τη Χίο, τα οποία εμπορεύονταν στη Κωνσταντινούπολη από όπου έφερναν σιτάρι. Από το 1840 άρχισαν να αποκτούν πλεούμενα, οι περισσότεροι καίκια, ενώ είχαν τη φήμη των καλών ναυτών και καπεταναίων.

Το πέρασμα από την ιστιοφόρο ναυτιλία στην ατμήλατο φάνηκε ότι δεν βρήκε έτοιμους τους κατοίκους του χωριού, παρά μόνο λίγους και τους πιο μορφωμένους. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής τα καΐκια συνέβαλαν στον εφοδιασμό του χωριού τους, ενώ τα βενζινοκίνητα είχαν επιταχθεί από τους Γερμανούς. Ήταν η περίοδος που η Λαγκάδα θρήνησε πολλά θύματα αφού οι νάρκες ξεκλήρισαν τον ανδρικό πληθυσμό πολλών οικογενειών.

Μετά τον εμφύλιο πολλά από τα καΐκια ήταν καταστρεμμένα και στο Γιβάρι άρχισαν να συγκεντρώνονται παροπλισμένα πλοία και αποτέλεσε το νεκροταφείο των καϊκιών. Οι Λαγκαδούσοι άρχισαν να αναζητούν τη μοίρα τους και πάλι στη θάλασσα και άρχισαν να μπαρκάρουν στα ποντοπόρα πλοία, κύρια ως κατώτερα πληρώματα.

Μετά τον πόλεμο ωστόσο οι καπετάνιοι της Λαγκάδας ξεκίνησαν συνεργασίες μεταξύ τους φτιάχνοντας εταιρείες και αγοράζοντας σκάφη, για να έχουμε μέχρι και σήμερα γνωστά ονόματα στο χώρο του εφοπλισμού.

Ωστόσο εκείνοι που είναι πραγματικά οι άξιοι συνεχιστές της ναυτικής παράδοσης της Λαγκάδας, είναι οι απλοί ναυτικοί που ζουν το χωριό και το στηρίζουν.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει οι γυναίκες της Λαγκάδας. Μητέρες, σύζυγοι, αδερφές και κόρες ναυτικών που κράτησαν το σπιτικό τους ορθό την περίοδο που ο «κύρης» ταξίδευε. Δυστυχώς πολλά είναι τα μαυροφορεμένα σπίτια αφού πολλοί είναι οι ναυτικοί μας που χάθηκαν σε ναυάγια.

Παραλίες

Στο χωριό δεν υπάρχουν οργανωμένες παραλίες όμως μπορείτε να απολαύσετε την ομορφιά και τη γαλήνη του θαλασσινού τοπίου με θέα το νησιωτικό σύμπλεγμα των Οινουσσών. Αφού διασχίσετε την παραλία και πάτε στην άκρη του λιμανιού συναντάτε το Φαναράκι που είναι παραλία με βότσαλο. Αν θέλετε να συνδυάσετε την μυρωδιά της θαλασσινής αλμύρας και του πεύκου ενδείκνυται ο Καρυδάς, στην είσοδο του χωριού. Το πεύκο φθάνει στην κυριολεξία μέχρι τη θάλασσα ενώ στο δασάκι θα βρείτε και ξύλινα παγκάκια όπου μπορείτε να ξαποστάσετε. Στην πλευρά του Καρυδά ένα μικρό καρνάγιο μαρτυρεί την άρρηκτη σχέση των Λαγκαδούσων με τη θάλασσα όπου ακόμα επισκευάζονται βάρκες των ερασιτεχνών αλιέων.

Δάση

Τέσσερα είναι τα δάση με πεύκα και ευκαλύπτους –μικρά σε έκταση– που υπάρχουν στην περιοχή. Στον Καρυδά, που διαμορφώθηκε από την προσωπική εργασία των κατοίκων που ξεκίνησαν τις δεντροφυτεύσεις από τη δεκαετία του 1950. Στον Άγιο Γιάννη την κεντρική εκκλησία του χωριού. Στο σχολειό και στο Γιβάρι (υδροβιότοπο της περιοχής). Η αγάπη και ο σεβασμός που δείχνουν οι Λαγκαδούσοι στο περιβάλλον και στα δάση αποδεικνύεται από το γεγονός ότι περιφρουρούν τους καλοκαιρινούς μήνες τα δάση τους με ομάδες εθελοντών.

Συνήθειες στην ενδυμασία

Οι Λαγκαδούσοι δεν είχαν μια συγκεκριμένη φορεσιά αλλά η νησιώτικη βράκα φοριόνταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Οι γυναίκες φορούσαν καθημερινά υφαντά και φακιόλι –μαντήλι που έδεναν πίσω- ενώ οι καλές τους φορεσιές ήταν τα κοφτά. Όμως η μοίρα της Λαγκάδας ήθελε το χωριό συνέχεια να πενθεί αφού οι περισσότεροι κάτοικοί του ήταν και είναι ναυτικοί. Έτσι τις προηγούμενες δεκαετίες οι περισσότερες γυναίκες ήταν ντυμένες στα μαύρα. Όπως θυμούνται οι σύγχρονοι Λαγκαδούσοι «μια ζωή το χωριό είχε πένθος». Αν πενθούσε μια οικογένεια όλο το χωριό την ακολουθούσε. Έτσι αν ένα σπίτι έχανε συγγενή του, σφράγιζαν τα παράθυρα με μαύρη σανίδα, σκέπαζαν τα κάδρα, κάλυπταν τους καθρέπτες ή τους έβαζαν μαύρη κορδέλα. Ακόμη και το μαύρο ρέλι στο μαντήλι της τσέπης μαρτυρούσε το πένθος της οικογένειας.

Πανηγύρια

Της Αγίας Σοφίας, 17 Σεπτεμβρίου

Το πρωί στην εκκλησία -που είναι στην παραλία- μετά τη Θεία Λειτουργία σερβίρονται λουκουμάδες που έχουν φτιάξει οι νοικοκυρές, όπως επίσης ούζο και γλυκά. Το βράδυ γίνεται γλέντι με όργανα.

Του Άγιου Γιαννιού, 29 Αυγούστου

Στο πανηγύρι του Άγιου Γιάννη του Νηστευτή, το πρωί σερβίρεται ούζο και παραδοσιακή μουσταλευριά από κουντουρούδι (χαρούπι) που οι ντόπιοι βρίσκουν άφθονο στις κουντουρουδιές της περιοχής.

Του Άγιου Γιάννη στην Κυδιάντα, 24 Ιουνίου

Την παραμονή ανάβουν τους φανούς ενώ την ημέρα του Άγιου Γιαννιού αναβιώνει το έθιμο του Κλύδωνα. Και πάλι σερβίρονται ούζο και λουκουμάδες. Επίσης χωρίς ιερέα ψάλλοντα τα Πάθη τα Σεπτά το πρωί της Μ. Παρασκευής από τα «ξενιτεμένα παιδιά» της Κυδιάντας.

Της Αγίας Αναστασίας, την Κυριακή του Θωμά

Οι Λαγκαδούσοι με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα, δεν αφήνουν καμία από τις εκκλησίες τους χωρίς να τις λειτουργήσουν. Έτσι την Κυριακή του Θωμά, ανεβαίνουν στην Κυδιάντα στην εκκλησία της Αγίας Αναστασίας που είναι στο βόρειο μέρος του χωριού, όπου ρίχνουν και τα υπόλοιπα βαρελότα για να «ακουστεί» το μήνυμα της Ανάστασης στα ερειπωμένα σπίτια. Η εκκλησία έχει ωραίο τέμπλο και εικόνες

Αγίου Γεωργίου στα Κοίλα

Την ημέρα του Αϊ-Γιώργη οι κάτοικοι της Λαγκάδας λειτουργούν το εξωκλήσι στα Κοίλα προσφέροντας τα καθιερωμένα κεράσματα συνοδευόμενα από ούζο Το χωριό γιορτάζει και άλλα πανηγύρια όπως της Αγίας Ειρήνης στις 5 Μαίου, Αγίου Νεκταρίου στις 9 Νοεμβρίου, των Ταξιαρχών στις 8 Νοεμβρίου.

Κυριακή του Πάσχα

Όμως και το Πάσχα γιορτάζουν με ξεχωριστό τρόπο. Εκτός των καθιερωμένων προετοιμασιών με τα κόκκινα αυγά και το πασχαλιάτικο ψητό στο φούρνο, πυρετωδώς ετοιμάζονται οι νεαροί του χωριού για τις δικές τους «μπόμπες». Την Κυριακή του Πάσχα, στις 11 περίπου το πρωί, οι Λαγκαδούσοι σκάνε τις αυτοσχέδιες κατασκευές τους που φτιάχνουν ομάδες-ομάδες. Οι «μπόμπες» περιέχουν μπαρούτι και είναι καλά τυλιγμένες σφιχτά με σπάγκο. Μάλιστα για να πετύχουν καλύτερο αποτέλεσμα στερεώνουν τη μια άκρη του σπάγκου σε δέντρο! Οι κατασκευές συμπληρώνονται με την κατάλληλη διακόσμηση που κάποιες φορές συνδυάζει και την επικαιρότητα με συνθήματα και σήμερα ομάδων κλπ… Μάλιστα πριν πάνε στην εκκλησία παρελάσουν με τις «μπόμπες» τους από την παραλία για να διαπιστωθεί ποια ομάδα νεαρών έχει φτιάξει τη μεγαλύτερη. Η πιο θορυβώδης θα φανεί λίγο αργότερα στο προαύλιο της εκκλησιάς!

Γλωσσάρι

Η γλώσσα είναι εύκολα κατανοητή αφού δεν υπάρχουν πολλοί ιδιωματισμοί ούτε και πολλές διαφορετικές λέξεις. Οι γέροντες χρησιμοποιούν κάποιους ιδιωματισμούς αλλά γενικά το γλωσσάρι της Λαγκάδας περιέχει λέξεις που συναντώνται σε άλλες περιοχές της Χίου. Η ενασχόληση των κατοίκων με τη ναυτιλία και οι επαφές με άλλες χώρες είχε σαν αποτέλεσμα στο λεξιλόγιό τους να ενσωματωθούν και λέξεις ξενόφερτες

Η Λαγκάδα μέσα από τα μάτια του καλλιτέχνη Νίκου Γιαλούρη

Στο βιβλίο του «ΧΙΟΣ το νησί των ανέμων» ο ζωγράφος, χαράκτης και συγγραφέας Νίκος Γιαλούρης δε θα μπορούσε παρά να αναφερθεί και στην περιοχή της Λαγκάδας: «….Λίγο πιο πέρα η Συκιάδα και πιο δυτικά η Κυδιάντα , παίζουνε κρυφτό πίσω από κάποιον εληώνα. Ύστερα πάλι βράχια μυτερά σαν από Βυζαντινά χειρόγραφα , θυμάρια κανένα γεωμετρικό χωραφάκι ή αμπέλι ντροπαλό ή δέντρο ξεμοναχιασμένο, υπομονετικό. Άλλο γύρισμα του δρόμου άλλο ξάφνιασμα. Η Λαγκάδα το χωριό του Λαγκαδιού. Κάδρα από λαϊκούς τεχνίτες γύρω στο 1800 ή και πιο παλιά που ακόμα κρέμονται στα παλιά σπίτια των καραβοκύρηδων και εμπόρων παριστάνουνε μπρίκια, τρικάταρτα, γολέτες και λογής-λογής πλεούμενα του καιρού εκείνου. Στις γωνιές εκεί που δε φτάνει το κατσαρό κύμα με τους αφρούς από νερομπογιά ζωγραφίζουνε νησιά με μικρούτσικες πολιτείες που οι λεπτομέρειες και η ποικιλία τους μα και η αφέλειά τους είναι αμίμητες. Μια μικρογραφία μιας τέτοιας πολιτείας είναι και η Λαγκάδα απλωμένη σαν κέντημα ν’ αεριστεί. Έτσι δείχνει από ψηλά με δέντρα χάρτινα λες ανθρωπάκια που τρέχουνε, ψαρεύουν τεμπελιάζουν στην Προκυμαία ή πλένουν τα λιλιπούτεια καΐκια. Μισό πέταλο από σπίτια λεύκες χωράφια, καΐκια, βάρκες, όλα χρωματιστά και χαρωπά. Στη θεατρικιά προκυμαία κάτω από τους ευκαλύπτους , τα καφενεία, το στέκι των αργόσχολων γκρινιάρηδων ή χαρτοπαιχταράδων . Μαυροφόρες πολλές και πικραμένες μιλάνε ως τριγυρνάς στο χωριό, για το φόρο που πληρώνουν οι ταπεινοί, στη μανία των Μεγάλων, ώρες-ώρες. Κι εδώ, όλοι κατά το έμπα του κόρφου τραβάνε, κι εδώ η ζωή μετριέται σε δίμηνα το πολύ τρίμηνα ξεκούρασης βιαστικής κι ύστερα πάλι σε γράμματα ή σε σιωπές, μέρες και βδομάδες και μήνες. Ένα μικρό ποτάμι, καλαμοντυμένο, σε καλωσορίζει με τον καθρέπτη στο χέρι, την καλοκαιριά, όλο πικροδάφνες αστραφτερές με μολυβόνερα και συκιές ξεριζωμένες αν περάσεις χειμώνα. Πάστρα και περήφανο νοικοκυριό απ’ το δίπατο αρχοντόσπιτο ως τη χαμοκέλα την κουρνιασμένη στα ριζά του βράχου. Κι άνθρωποι το ίδιο περήφανα καθαροί και καλοστεκούμενοι. Κάπου, εδώ πάνω, φωλεύουν τα στοιχεία της Θάλασσας του Γυρισμού του Ανέμου, του Μισεμού και της Απαντοχής. «Μίσεψες κι όρκον έκανα να μην ξαναγελάσω κι από την άκρη του γιαλού να μην ξαναπεράσω» ……

Η Λαγκάδα μέσα από τους περιηγητές

Πολλοί ήταν οι περιηγητές που στις περιγραφές τους αναφέρθηκαν στη Λαγκάδα και την ευρύτερη περιοχή. Ενδεικτικά διαλέξαμε τα κείμενα δύο περιηγητών.

 

“Η νήσος Χίος“, HUBERT PERNOT (1899)

Σπάνια είδα τοπίο τόσο στεγνό και βραχώδες όπως αυτό που εκτείνεται από τη Δασκαλόπετρα ως τη Λαγκάδα: μια πραγματική έρημος από πέτρες. Στη Λαγκάδα ανακαλύψαμε στο μήκος ενός λιμανιού αρκετά βαθιού μια σειρά από καινούργια σπίτια που ακουμπούν στο βουνό. Αν η νήσος είχε δρόμους βατούς αυτό το λιμάνι θ’ αποχτούσε γρήγορα σπουδαιότητα παρά τη γειτνίασή του με την πόλη, είναι η φυσική διέξοδος των προϊόντων του Βόρειου τμήματος της νήσου. Δυστυχώς για πολύ ακόμα η Λαγκάδα δεν θα επικοινωνεί με τα Καρδάμυλα παρά με μονοπάτια όπου τα μουλάρια σκοντάφτουν σε κάθε βήμα. Το καλοκαίρι χρησιμοποιούν για ένα μέρος του δρόμου την κοίτη ενός χειμάρρου που έχει στις όχθες του λυγαριές και σκιάζεται από ροδοδάφνες μεγάλες σαν πραγματικά δέντρα, όμως με την κακοκαιρία η επικοινωνία γίνεται αδύνατη.

FUSTEL DE COULANGES (1856)

Λίγο μακρύτερα, τα βουνά φτάνουν μέχρι την ακτή της θάλασσας κι από κει δε σταματά κανείς να περνά από απόκρημνα και άγονα υψώματα. Εκείνοι που έχτισαν το χωριό φαίνεται να έχουν διαλέξει το πιο ψηλό και πιο απόκρημνο από όλα και το έχουν πελεκήσει σε αναβαθμίδες για να χτίσουν εκεί τα σπίτια τους. Σφίγγουν αυτά τα βράχια για να δώσουν σιτάρι, σύκα και σταφύλια που παράγουν ένα υποφερτό κρασί. Κάνοντας το γύρο του βουνού της Λαγκάδας απ’ τα νοτιοδυτικά συναντά κανείς ένα καλό λιμάνι, κάνοντάς την από τη βόρεια πλευρά συναντά δύο και τα τρία αυτά λιμάνια ενώνονται σε ένα κοινό όρμο που οι Έλληνες ονομάζουν Κολοκυθιά και οι Ιταλοί Πόρτο Φίνο. Είμαστε προφανώς στο Δελφίνιον.