09 Οκτ 2018

Παναγιά η Κοιλανή

Την Παναγιά την Κοιλανή την καταχαλασμένη
που μας τήνέ χαλάσανε οι Τούρκοι κι οι Εβραίοι
με ζάχαρη τη χτίζανε με μέλι τη στέριωναν
Ω Παναγιά μου Κοιλανή το τέμπλο σου να κάμω
να σ’ ασημώσω μάλαμα την π’ αγαπώ να πάρω
Ω Παναγιά μου Κοιλανή μεγάλο ν’ τόνομά σου
μεγάλη ε/ν’ η χάρη σου και το προσκύνημα σου.

Της Γερμανικής Κατοχής

Ω Παντοπλάστα κι Άγιε, πάψε πια τη μανία
και διώξε από τα μέρη μας Θεέ τη Γερμανία
Πείνα μεγάλη Πλάστα μου και βάσανα τραβούμε
Θεε και δε μπορούμενε τον πόνο μας να πούμε
Πέφτει ο κόσμος καταγής σα φλογωμένα ψάρια
κι οι πλείστοι επρηστήκανε απ’ τα πολλά χορτάρια
Τρώνε μανταρινότσουφλα χαρούπια για να ζήσουν
Ω Πάνσοφε και Εύσπλαχνε τον κόσμο πια λυπήσου
Ρίξε στον κόσμο Άγιε, δασκάλους και προφήτες
ίσως και συμμορφωθούνε τους μαυραγορίτες
Που πήρανε τα ρούχα μας, σκλάβο ’χουν το κορμί μας
κι οι σκύλοι αποκότισαν να πάρουν την τιμή μας
Μας πήρανε τα ρούχα μας και τα φορέματα μας
κι επίπλωσαν τα σπίτια τους με έπιπλα δικά μας
Μας πήρανε ότι είχαμε και το παλιοσεντούκι
με μιαν οκά κουκόσπορο και λίγο καλαμπούκι
Γυρνούμε τώρα άστεγοι σαν και τις νυχτερίδες
πήραν τα παραθύρια μας κι αυτές τις κεραμίδες
Να ζήσουν δεν μπορούνε πια και χάσαν την ελπίδα
γι’ αυτό απαρνηθήκανε την όμορφη Πατρίδα

Του Λαζάρου

Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια
ήρθε και μια γιορτή μεγάλη και άγια
ήρθε και ο Χριστός στη Βηθανία
η Μάρθα κλαίει και η Μαρία
Πού ε/ν’ ο Λάζαρος ο αδελφός μας
και ο φίλος μας ο γκαρδιακός μας
Λάζαρε, Λάζαρε δεύρο έξω να σε δω να σου μιλήσω
και τα πόδια σου να τα φιλήσω.

Η Ρίμα του Ναύτη

Έλα Χριστέ στο στόμα μου
και Παναγιά στα χείλη
να σας ειπώ τα πάθη μου
αγαπητοί μου φίλοι
Βαρέθηκα πια μάνα μου
τη φτώχεια να δουλεύω
είκοσι χρόνια σα σκυλί
τη θάλασσα παλεύω
Δίχως καμιά απολαβή
χωρίς κανέν προστάτη
βαρέθηκα μανούλα μου
να κάνω πια το ναύτη
Βαρέθηκα πια μάνα μου
το σάλπα και το φούντα
κι αλλέστα να γυρίσουμε
κι έπειτα μπας στην τρούπα
Βαρέθηκα στα χέρια μου
το βαρδαμά να βάζω
χλαπάτσες και παλιόπανα
και να τα σεκουριάζω
Βαρέθηκα και στο λαιμό
καβίλιες να κρεμάζω
και να ματίζω τα σχοινιά
και να τα ξεμπολιάζω
Το λύσε-δέσε μάνα μου
και τα κουτρίνια κάλα
θα βγαίνουν σαν την μαϊμού
ογδόντα πήχες σκάλα
Βαρέθηκα στα πόδια μου
ποδήματα να βάζω
και να κοιμούμαι με τ’ αυτά
πολλές φορές στο ράντζο
Βαρέθηκα πια μάνα μου
κι αυτά τα νιτσιράδα
να τα πετώ εδώ και κει
σε κάθε μια μου ράδα
Βαρέθηκα και τις μπογιές
τις κόκκινες τις μαύρες
τις πράσινες τις γαλανές
κι όλες τις κολοράδες
Να κρέμομαι σαν το φονιά
πάνω στην καντηλίτσα
να γίνονται τα μούτρα μου
σαν πετσουλή νυφίτσα
Αφ’ τ’ άρμπουρο κατέβηκα
με τον κατρά στο χέρι
και φώναξα του μάγειρα
το λάδι να μου φέρει
Λέγει μου απαγορεύεται
άλειμμα θε να βάλεις
και δε μπορείς απάντηση
και τσιμουδιά να βγάλεις

Βαρέθηκα να βρέχομαι
σαν πάπια μέσ’ στα μπούνια
Ω που να μ’ έβρισκες νεκρό
καμιά φορά στην κούνια
Νάπαιρνες πίκρα μια φορά
για μένα τον υγιό σου
και όχι νάχεις πάντοτε
την έννοια των παιδιών σου
Παιδί πριν έμπει δώδεκα
πριν φτάσει δεκατρίω
στη θάλασσα το βάζουνε
να συνηθά το κρύο
Και πριν να νιώσει τον καημό
της θάλασσας τη γλύκα
του λέει άντε δούλευε
της αδελφής την προίκα
Άντε παιδί μου δούλευε
με τις παλιοκαράβες
και γω πετσί και κόκαλο
σου τρώγω τους παράδες
Έρχεται ώρα μανούλα μου
που λέγω ο γιος σου ο ναύτης
ας ήμουνα ένας στεριανός
κι ας γένω νεκροθάφτης.
Ν’ ανοίγω μνήματα νεκρών
στρώματα πιπουλένια
να ξεκουράζω τα κορμιά
τα πολυκουρασμένα
Να παραστήνω θάλασσα
πλοίο να κινδυνεύει
κι ο ναύτης εις το πέλαγος
έλεος να γυρεύει
Κι αγκαλιασμένος στο πινό
σαν και τη νυχτερίδα
και να φωνάζω τρέξετε
κι ένα φανάρι είδα
κι αντίς φανάρι αστραπή
με μπόρα με χαλάζι
Ζώσε μας Παναγιά μου
ο καθένας μας φωνάζει.
και να βουτούνε στο γιαλό
τον Άγιο Νικόλα
για νατους σώσει τους φτωχούς
από την καρμανιόλα
Κι αντίς καντήλι και σταυρό
θα στήσω μια καμπάνα
με τον αέρα να χτυπά
να λέει το σκάντζα βάρδια

Ο καταστρεπτικός σεισμός της Λαγκάδας στις 23-7-49

Χέρι μου να μην κουραστείς
στόμα μη σταματήσεις
όλα τα πάθη του σεισμού
να τα εξιστορήσεις

Ήταν ημέρα Σάββατο
και πέντε η ώρα
το πικραμένο μας νησί
που τόβρε πάλι η μπόρα

Μέγας σεισμός εγίνηκε
επάνω στο νησί μας
χαλάσανε τα σπίτια μας
τάραξε την ψυχή μας

Γυναίκες και μωρόπανα
ετρέχανε στους δρόμους
μην τύχει και χτυπήσουν
και θέμε νοσοκόμους

Όλος ο κόσμος έλεγε
Χριστέ και Παναγιά μας
και οι γυναίκες φώναζαν
βοήθα τα παιδιά μας

Κανένας δεν περίμενε
σεισμό τόσο μεγάλο
κι όλοι επροσεύχοντο
Θεέ μην κάνεις άλλο

Και δεν μπορεί κανένας μας
απ’ τους θνητούς να κρίνει
γιατί ο θεός διέταξε
τέτοιος σεισμός να γίνει

Της Χίου την καταστροφή
αν θέλετε να δείτε
μόνο να την ακούσετε
πικρώς θα λυπηθείτε

Γκρεμίστηκαν τα σπίτια μας
και ράγισε η καρδιά μας
γιατί αυτά τα έχομε
μόνη παρηγοριά μας

Έπεσαν τα παράθυρα
και τρύπες ανοίχτηκαν
αν πεις και τα ντουβαρια τους
και κείνα γκρεμίστηκαν

Και τα νερά θολώσανε
γέμισαν τα πηγάδια
από καιρού δεν είχαμε
μονάχα μία στάλα

Ο Άγιος Γιάννης ράγισε
και χάλασε η καρδιά μας
που ήταν ο προστάτης μας
και η παρηγοριά μας

Η όμορφη μας Εκκλησιά
και η καμαρωμένη
πούναι στη μέση του χωριού
και στέκει ποντισμένη

Ράγισαν οι κολώνες της
και είναι ποντισμένη
ο Άγιος Γιάννης τη βαστά
και κείνος μέσα μένει

Άγιε Ιωάννη μου
κάνε το έλεό σου
να μη σ’ αφήσουν μοναχό
πούναι καλό δικό σου

Την ώρα πούγινε ο σεισμός
μας έπιασε τρομάρα
πούχασε η μάνα το παιδί
και το παιδί τη μάνα

Καρδιές μας εξεκόλλησαν
ψυχές μας σπαρταρούσαν
καθόλου δε μας ένοιαζε
τα σπίτια πως χαλούσαν.

Μα είδαμε χειρότερα
που δεν τα είδαν άλλοι
κι είδαμε τον χάροντα
επάνω στο κεφάλι

Τα κεραμίδια των σπιτιών
και των τούβλων το χώμα
πάρα πολύ μας φόβισε
και τρέμουμε ακόμα

Από τη σαστιμάρα μας
τρέχαμε πάνω κάτω
άλλοι έτρεχαν στα βουνά
κι άλλοι στα σπίτια κάτω

Πήραμε τα παιδάκια μας
μέσα στην αγκαλιά μας
κι όλοι μαζί φωνάζαμε
σώσε μας Παναγιά μας

Παρθένα στήριγμα γλυκό
αγνή μας Παναγία
γαλήνεψε παρακαλώ
αυτή την τρικυμία

Τα αφρισμένα κύματα
γαλήνεψε Παρθένα
σε σένα προσευχόμαστε
με μάτια δακρυσμένα

Στη μανιασμένη τούτη γη
που έχει φουρτουνιάσει
την εικόνα σου θα ρίξομε
για να την ησυχάσει

Ο Άγιος Γιώργης χάλασε
και σπάσαν οι εικόνες
που τόσα χρόνια κράταγαν
πάνω από δύο αιώνες

Η Χίος καταστράφηκε
χάλασαν τα χωριά της
και μες στους δρόμους βγήκανε
τα έρημα παιδιά της

Επιτροπές εβγήκανε
και κάνουνε εράνους
γιατί εξεπεράσαμε αυτούς
τους ατσιγγάνους

Τσαντήρια μας εδώσανε
για να προφυλαχτούμε
να φύγουμε απ’ τα σπίτια μας
γιατί θα σκοτωθούμε

Έφτασε η ενίσχυση
ψωμί και μακαρόνια
να φάνε τα μωρόπαιδα
μην παν στα καταχθόνια

Ήρθε η καταδίωξη
επάνω στο χωριό μας
να δει την καταδίκη μας
τον καταποντισμό μας

Στη Χίο όταν άκουσαν
της Λαγκάδας μας το χάλι
ήλθαν κι επισκέφθηκαν
οι βουλευτές και άλλοι

Κι απ’ τας Αθήνας μάλιστα
και κει δε θα ξεχάσουν
θα στείλουνε μηχανικούς
τα σπίτια να κοιτάξουν

Εις τα βουνά εβγήκαμε
και κάναμε τσσντήρια
εις το χωριό δεν πάμε πια
μην πέσουνε τα σπίτια

Αν είναι μέχρι εδώ
πάλι καλά θα πούμε
μη γίνει καταποντισμός
και όλοι θα χαθούμε

Γιατί οι σεισμοί εξακολουθούν
και γίνονται ακόμα
τον θάνατο πάντα έχουμε
κάθε στιγμή και ώρα

Το πικραμένο μας νησί
στα δάκρυα εβουτήχθη
σεισμοί και καταποντισμοί
κι όλο μαζί εσείσθη

Λαγκάδα μας περήφανη
πούσουν καμαρωμένη
και ο σεισμός σε έκανε
να είσαι λυπημένη

Ο συγγραφέας που έγραψε
αυτούς τους λίγους στίχους
έκατσε και τους έγραψε
σε γκρεμισμένους τοίχους

Καλέ γλυκιά μας Παναγιά
μαζί με τον υιό σου
λυπήσου τα μωρόπαιδα
και στρέψε το θυμό σου

Λαγκάδα και Καρδάμυλα
πήραν μεγάλη μπόρα
και μένουνε οι χριστιανοί
μέσα στους δρόμους τώρα

Ξένοι μας σαν το μάθανε
πως χάλασε η Λαγκάδα
σαν τους τρελούς εκάμανε
κι ευθύς έστειλαν γράμμα

Να μάθουν για τα σπίτια τους
όπου ανησυχούσαν
κι ας ήταν τρόπος να βρεθούν
επάνω στην πατρίδα

Κι από τη Χίο τρέξανε
όλοι οι δημοσιογράφοι
και ο Καρούσος βουλευτής
μαζί με το Ροζάκη

Λαγκαδούσικα Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα

Εις αυτό το νέον έτος
εις την πρώτη του μηνός
ήλθα να σας χαιρετήσω
δούλος σας ο ταπεινός

Κι ο Βασίλειος ο Μέγας
Ιεράρχης θαυμαστός
εις την οικογένεια σας
νάναι πάντα βοηθός

Και για τους ξενητεμένους
έχω να ειπώ πολλά
όπου είναι κι όπου στέκουν
νάχουν την καλή χρονιά

Κι άλλα έτερα σας πρέπουν
μα εγώ δεν ημπορώ
σας αφήνω καληνύχτα
και του χρόνου με καλό.

Παινέματα πρωτοχρονιάτικα

Σου στέλνω χαιρετίσματα με μια χρυσή τρίγωνα
και μέσα στα χρυσόφτερα έχω την αρραβώνα

Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε είναι ένα κυπαρίσσι
είναι σγουρός βασιλικός και κρουσταλλένια βρύση

Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε σαν εκκλησιά μυρίζει
όμορφη κι η νοικοκυρά όπου το συγυρίζει

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε κουραμπιέδες
ήρθαμε να παινέσουμε τους δυο σου τους λεβέντες

Ψηλή λιγνή κουκουναριά με τα κουκουναράκια
να χαίρεσαι τον άνδρα σου κι όλα σου τα παιδάκια

Έχεις και κόρη όμορφη, γραμματικός τη θέλει
μ’ αν είναι και γραμματικός, πολλά προικιά γυρεύει

Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα χωράφια με τα στάχυα
γυρεύει και τη Βενετία μ’ όλα της τα Παλάτια

Έχεις και κόρη όμορφη, το μήλο της Ευρώπης
το μήλο της ευγένειας και της μεγαλειότης

Έχεις και γυιό και μονογυιό και γυιό και κανακάρη
ο Θεός να στόνε χαρεί, να γίνει παλικάρι.