09 Οκτ 2018

Πουλάκια της Αμερικής, που αψηλά πετάτε
αν δείτε το παιδάκι μου να μου το χαιρετάτε

Ανάθεμα σ’ Αμερική με τα δολλάριά σου
που πήρες το παιδάκι μου χρόνια πολλά κοντά σου

Αμερικάνικα βουνά σταθείτε να περάσω
γιατί βαστώ στα χέρια μου φωτιά για να σας κάψω

Θάλασσα και συ κύμα μου καλόβλεπε το Ρήγα μου

Νάξερα που κοιμάται ο Θιός, που βασιλεύει ο ήλιος
πού ξημεροβραδιάζεται ο καρδιακός μου φίλος

Κρίνε μου του περιβολιού π’ ανοίγεις με τ’ αγιάζι
πολλά παιδιά έχει η μάνα σου μα συ ’ σαι το καμάρι

Φύσησε βοριαδάκι μου κι εσύ νοτιά μου κόψε
για νάρτει η αγάπη μου μες στη Λαγκάδα απόψε

Παίρνει βορηά δεν έρχεται, νοτιά δεν ξεπροβαίνει
μαΐστρος τραμουντάνα μου γιατί δεν τόνε φέρνει

Της θάλασσας τα κύματα πατερημά σας τάπα
για να σου βοηθήσουνε αγάπη μου στη στράτα

Ο ξένος μες στην ξενητειά πρέπει να βάζει μαύρα
για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λαύρα

Ο ξένος μες στην ξενητειά σαν τον τρελό γυρίζει
σαν τον σγουρό βασιλικό αλήθεια δεν μυρίζει

Ξένε στα ξένα πώς περνάς, οι ξένοι τι σου λένε
ξένα ματάκια σε θωρούν και τα δικά μου κλαίνε

Τα μάτια μου στη ξενητειά δεν φτάνουν να σε δούνε
μόνο με πένα και χαρτί σε διπλοχαιρετούνε

Ας ήτανε να λέγανε κόρη καλώς τα ’δέχθης
ήρθεν ο νέος π’ αγαπάς κι ο νέος π’ απαντέχεις

Ας ήτανε να λέανε κόρη τα συχαρίκια
και νά βγαζα και νάδινα τα δυο μου σκουλαρίκια

Το αίμα μου στην ξενητειά κρασί θα το πουλήσω
αφού δεν είναι τυχερό στον τόπο μου να ζήσω

Καημό ’χεις και γνωρίζω το μα τι μπορώ να κάνω
πούν’ ο δικός μου πιότερος και δεν μπορώ να γιάνω

Κοντό κυπαρισσάκι μου για δυο μεγάλ’ αξίζεις
κι αν είσαι και στην ξενητειά απ’ όλα ξεχωρίζεις

Ο ξένος μες στην ξενητειά σαν το λουλούδι ανθίζει
σαν το πλατύ βασιλικό μ’ αλήθεια δεν μυρίζει

Όλα τα άστρα τ’ ουρανού εγώ θα τα ενώσω
να κάμω σιδηρόδρομο να ’ρθώ να σ’ ανταμώσω.

Έλα μπαμπά μου γρήγορα και μην αργείς στα ξένα
κι άνοιξαν τα γαρύφαλλα που σούχω φυλαγμένα

Αν είσαι συ στην ξενητειά κι εγώ στης Χίος τα μέρη
κλαίγε πουλί μου το πρωί κι εγώ το μεσημέρι

Με του βορηά τα κύματα σου στέλνω χαιρετίσματα

Ξένε που μόνος κι έρημος σε ξένους τόπους τρέχεις
πες μου ποιος είν’ ο τόπος σου και ποια πατρίδα έχεις

Στ’ αγαπημένο μου χωριό πάντα χαρές και γέλια
στ’ αλώνια τραγουδιών φωνές ξεφάντωμα στ’ αμπέλια

Με του βορηά την αδελφή, σου στέλνω γράμμα και γραφή

Ας ήμουνα στην ξενητειά, βρύση πελεκημένη
νάπινε η αγάπη μου κι όλοι οι ξένοι

Θάλασσα και συ μπάτη μου φέρε μου την αγάπη μου

Ω ξενητειά μή χαίρεσαι το ταίρι το δικό μου
γιατί εγώ σου τ’ άφησα με θέλημα δικό μου

Θάλασσα που γαλανίζεις την αγάπη μου γνωρίζεις.

Θάλασσα τα λιλάδια σου μην τα πολυγυαλίζεις
γιατί είναι πρωτοτάξιδο και μου τόνε ζαλίζεις.

Θάλασσα θα πιω να σκάσω αν ποτέ θα σε ξεχάσω

Πόσες φορές μεσάνυχτα ξυπνάω με λαχτάρα
στην έρημη την ξενητειά ρίχνω βαριά κατάρα

Η ξενητειά σε χαίρεται κι ο τόπος σου σε κράζει
και η γλυκιά αγάπη σου κλαίει κι αναστενάζει

Αναστενάζω κι ο αχνός στεφάνι σχηματίζει
τον πόνο της καρδούλας μου κανείς δεν τον γνωρίζει

Καρδιά μου γίνε σίδερο και στήθος μου αμόνι
να σου χτυπούν αλύπητα της ξενητειάς οι πόνοι

Εμένα ο μπαμπάκας μου δε σπέρνει, δε θερίζει
και με τα’ αργιλεδάκι του στην ξενητειά γυρίζει.

Άσπρη μου πέτρα του γιαλού και μαρμαρένια γούρνα
ως πότε η Καλλιόπη μας θάναι στα ξένα δούλα

Ξενητεμένο μου πουλί στείλε μου ένα γράμμα
να πάψουν τα ματάκια μου μια ώρα από το κλάμα

Ξένε μου μες στην ξενητειά ποιος στρώνει να κοιμάσαι
ποιος μαγειρεύει και δειπνάς και με δε με θυμάσαι

Σου στέλνω χαιρετίσματα με το πουλί τ’ αηδόνι
και με τον πετροκότσιφα που δεν το φανερώνει