09 Οκτ 2018

Ήθελα νάμουν άγγελος ν’ αγγέλιζα μαζί σου
κι αν αγαπήσεις άλληνε, να πάρω την ψυχή σου

Της θάλασσας τα κύματα τα βλέπω και δειλιάζω
με το δικό σου τ’ όνομα, κλαίω κι αναστενάζω

Τη θάλασσα την αλμυρή θα τήνε κάνω μέλι
γιατί την ταξιδεύουνε κορμάκια σαν άγγελοι

Αγάπη μου σου σύνθεσα, τραγούδια ένα κι ένα
τραγούδια απ’ τον έρωτα κι απ’ την καρδιά βγαλμένα

Πρώτη αγάπη στην καρδιά ριζώνει μα δε βγαίνει
αν δεν περάσουν εκατό και πεντακόσιοι χρόνοι

Πάψε πια και μη χτυπάς σε στήθος πληγωμένο
γιατί τόχει ο έρωτας βεράνι καμωμένο

Μες στην καρδιά μου ρίζωσε ένας μπαξές ωραίος
ένας ψηλός μελαχροινός κι ένας ωραίος νέος

Ω θάλασσα μου γεράνια και κύμα μου γαλάζιο
φέρε μου την αγάπη μου να μην αναστενάζω.

Θα σ’ αγαπώ, θα σ’ αγαπώ διόλου δεν θα πάψω
ή κατά κράτος θα χαθώ, ή θα σε απολαύσω.

Θα σ’ αγαπώ, θα σ’ αγαπώ μέχρι τέλος του βίου
μέχρι που να με βάλουνε στην πλάκα του μνημείου

Τα μάτια σου είναι πέλαγος, τα φρύδια σου λιμιώνας
ούτε σορόκος τ’ απαντά ούτε βαρύς χειμώνας

Τα μάτια σου είναι πέλαγος και μέσα βουλοπλέω
κι όταν τα βλέπω χαίρομαι, κι όταν τα χάνω κλαίω.

Μέσα σε χίλιους να σε δω, μέσα σε δυο χιλιάδες
γνωρίζω το κορμάκι σου, γιατί έχει νοστιμάδες.

Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι, μ’ όλα τα παλικάρια
εσύ ’σαι το γαρύφαλλο κι άλλοι τα κλωνάρια

Πώς τρέμει το τρατόψαρο όταν το φέρνει η τράτα
τρέμει κι η καρδούλα μου όταν σε δω στη στράτα.

Τρέμει το ψάρι στον ψαρά, τ’ αρνί στον μακελάρη
τρέμει και η καρδούλα μου, άλλη να μη σε πάρει.

Όσα άστρα έχει ο ουρανός και ο χειμώνας χιόνια
τόσα και γω σου εύχομαι ευτυχισμένα χρόνια

Είσαι σκληρός εις την καρδιά και ξέρεις να παιδεύεις
κι έμαθες εις τον βίο σου πάντα να κοροϊδεύεις

Όταν μου είπες έχε γεια και γύρισες και είδες
κλωνάρι απ’ το στήθος μου ξερίζωσες και πήρες

Τα μάτια σου είν’ όμορφα σαν τ’ ουρανού το χρώμα
μου κόψανε τα στήθια μου και με πονούν ακόμα

Έχω καημούς πούναι βουνά κι εχθρούς πούναι θηρία
Χριστέ γιατί την έκανες αυτή την αδικία

Αλί που να σε φέρουνε τρελό στη γειτονιά μου
κι να σ’ αλυσοδέσουνε τα χέρια τα δικά μου
.
Μέσα σε πύρινη φωτιά, σε πύρινο γιαγκίνι
μ’ έριξε η αγάπη σου κι εκείνη να σε κρίνει

Αν ίσως και μ’ αρνηθείς και άλλην αγαπήσεις
όλα της Χίου τα βουνά τρελός να τα γυρίσεις

Χαίρομαι δεν αγάπησες καμιά καλύτερη μου
μήτε τα πλούτη πλούτη μου μήτ’ ομορφότερη μου

Για ξύπνα αγράμπελη τα μάτια σου άνοιξε τα
αμμοβιορέτα της αυγής κι ατίμητη μου πέτρα.

Θυμάσαι που σε φίλησα στον τράχωνα από κάτω
και βάλαμε και μάρτυρα το Γιώργη το Ζουγράφο

Ο χωρισμός σου μάτια μου πολύ μου εκακοφάνη
σαν το Χριστό που φόρεσε τ’ αγκάθινο στεφάνι

Κομμάτια κι αν με κάνουνε κομμάτια σαν το ρύζι
κάθε κομμάτι μάρτυρας δε μας αποχωρίζει

Μελαχροινό μου πρόσωπο κι αγγελικό μου πάσο
τη νιότη μου δεν τη ξεχνώ για σένα κι αν τη χάσω

Σκληρά θα σου καταριστώ αν τύχει και μ’ αφήσεις
το παντελόνι που φορείς να μη το κατελίσεις

Μελαχροινό που σε ’πανε πολύ σου κακοφάνη
μα η μελαχροινάδα σου στον Άδη θα με βάλει.

Τα πάθη μου δεν τάπαθε Αδάμας με την Εύα
ούτε άλλου Χριστιανού παιδί ούτ’ άλλης μάνας γέννα

Το όνομα σου το χρυσό από τό Μ αρχίζει
μες στην καρδιά μου φύτρωσε τα σπλάγχνα μου ραγίζει

Έχω τρεις μέρες να σε δω και με τις νύχτες έξι
κι αν δε σε δω και σήμερα ο νους μου θα σαλέψει.

Είσαι θηρίο στην καρδιά και τίγρης εις την γνώμη
ψυχομαχώ και συ μου λες θα σε παιδεύω ακόμη

Ας ήτανε να σ’ έβλεπα μια ώρα με το κυάλι
ίσως και συμμαζεύονταν ο νους μου στο κεφάλι

Σαν κάτσω και συλλοϊστώ πως βρίσκεσαι μακριά μου
μαύρος καπνός σα σύννεφο βγαίνει απ’ την καρδιά μου

Σε τούτο το μακρύ στενό σε τούτες τις πεζούλες
έχω και γω έναν αϊτό μέ τις χρυσές φτερούγες

Σε τούτο το μακρύ στενό σε τούτο το σοκάκι
περνά η αγάπη μου με το καφέ σακάκι.

Τρεις ώρες σε παρατηρώ σωστές με το ρολόι
ψεγάδι δεν μπορώ να βρω στο όμορφο σου μπόι.

Εσέ τα λέγω πάντα μου μυριστική λεβάντα μου (τσάκισμα)

Καρσί μου πήγες κι έκατσες σαν ήλιος σα φεγγάρι
και ρούφηξες το αίμα μου σαν το ξερό σφουγγάρι

Κανέλλα κανελλόριζα να σ’ έχα και να σ’ όριζα (τσάκισμα)

Μακρύ κι αγγελομάτη μου, σαρή και μπουργιουκλή μου
στολίδι των παλικαριών κι όλη η χαρά δική μου

Εσέ τα λέγω κι άκου τα, πάρε χαρτί και γράψε τα (τσάκισμα)

Μοσχοκαρφάκι τρίκλωνο όπου κι αν πας μυρίζεις
κι αν είσαι και στην ξενητιά απ’ όλα ξεχωρίζεις

Νάμουνα στο τσεπάκι σου ώρα στο ρολογάκι σου (τσάκισμα)

Πάω να πω άλλ’ όνομα και λέω το δικό σου
κι όλοι καταλαβαίνουνε πως έχω τον καημό σου

Όποιος μου πει να σ’ αρνηθώ η γλώσσα του να πέσει
η κεφαλή του να κοπεί αντάμα με το φέσι

Όποιος μου πει να σ’ αρνηθώ εκείνος είν’ εχθρός μου
με το μαχαίρι τον βαρώ κι ας είναι κι αδελφός μου

Πουλάκι μου που μ’ έτρεφες με τον κελαηδισμό σου
και τώρα πώς τόνε κρατώ τον αποχωρισμό σου

Μελαχροινή μου κάπαρι δάφνη μου φουντωμένη
η νιότη μου στα χέρια σου είναι παραδομένη

Η ξενητειά έχει βάσανα και συ να μην τα νιώσεις
κι αν με ξεχάσεις μια στιγμή πάλι να μετανιώσεις

Από το σπίτι σου περνώ τα μάτια χαμηλώνω
τ’ αγγελικό σου πρόσωπο κρυφά το καμαρώνω

Άγγελε της νιότης μου ψυχή του σώματος μου
εσύ γεννήθηκες για με και γω για σένα φως μου

Έμαθα πως αρρώστησες και γω τραβώ τον πόνο
πάρε πουλί μου το γιατρό και γω τόνε πληρώνω

Βάλε στραβά το σκούφο σου κι αράδιασε τον βιόλες
κι άμε στον πάνω μαχαλά και τρέλανε τις όλες

Μ’ αρνήστηκες που ν’ αρνηστείς εκκλησιές και μοναστήρια
και να τα βάψει η μάνα σου πόρτες και παραθύρια

Τράβα κοπέλα το χορό κι εγώ για σένα τραγουδώ

Στων πληγωμένων τις καρδιές είναι και η δική μου
εδώ κανείς δε βρίσκεται στη θέση τη δική μου

Μελαχροινό αγάπησα μελαχροινό επήρα
μελαχροινό θα αγαπώ οσότου έχω ελπίδα

Ο έρωτας εις την αρχή γυαλίζει σαν χρυσάφι
μα σα ριζώσει στην καρδιά δεν κάνει για νισάφι.

Τα μαύρα μάτια την αυγή δεν πρέπει να κοιμούνται
μόνο σφιχτά αγκαλιάζονται και να γλυκοφιλιούνται

Σαράντα βρύσες με νερό κι εξήντα δυό πηγάδια
δε μου τη σβούνε τη φωτιά πούχω στα φυλλοκάρδια

Έρωτα δε σου ζήτησα κορώνα να μου βάλεις
τα βάσανα που μ’ έβαλες πάσχισε να μου βγάλεις

Την πένα την αρχόντισα στα χέρια μου θα πιάσω
του έρωτος τα βάσανα διά να περιγράψω

Δεξί μου χέρι άρχισε περίλαβε την πένα
τα βάσανα και τους καημούς που έχει περασμένα

Μάτια μου μη δακρύζετε να μη βραχεί η κόλα
θέλω να γράψω καθαρά τα βάσανα μου όλα

Καταραμένη εμορφιά που είπα ας κοιτάξω
σα καταντώ αγάπη μου τα νιάτα μου να χάσω

Δεν ήταν να μη σ’ έβλεπα καλύτερα πουλί μου
παρά που σ’ είδα κι έβαλα έρωτα στο κορμί μου

Αχ είπα να πάει αυτή η στιγμή που βγω να σε κοιτάξω
και τώρα δεν περνά στιγμή να μην αναστενάξω

Θεέ μου άλλη κληρονομιά δεν ηύρες να μου δώσεις
μόνο μου δίνεις βάσανα για να με θανατώσεις

Δεν ξημερώνει πια χρυσέ μιά μέρα να γελάσω
εις την έρημη την κλίνη μου ήσυχη να πλαγιάσω

Πονώ την καρδούλα μου απ’ τά πολλά τα πάθη
σαν αποθάνω μάνα μου δε θέλω να με κλάψεις

Σ’ ένα έρημο βουνό θέλω να ξεψυχήσω
έχω μεράκι στην καρδιά και δε θα το βαστήξω

Άγιε μου Πεντελέμονα πουν’ το πουλί που μέρωνα

Σαν πούναι η καρδούλα μου έτσι κι η φορεσιά μου
και τρέχουν τα ματάκια μου κι εσβήνουν τη φωτιά μου

Το γράμμα που σου έστειλα δεν είν’ από μελάνι
μόνο από τα δάκρυα που χύνω κάθε βράδυ

Οταν σε πρωτοείδανε τα μάτια τα δικά μου
ήταν το στήθος μου ανοικτό κι ήμπες μες στην καρδιά μου

Μοσχοκαρφάκι μάσησε η μάνα σου το βράδυ
κι έκανε το κορμάκι σου να μην έχει ψεγάδι

Όσο που ζεις θέλω να ζω κι όσο που στέκεις νάμαι
κι όταν εσύ ψυχομαχάς εγώ στον Άδη θάμαι.

Δυο αστρουλάκια λαμπερά είναι τα δυο σου μάτια
κι όποιον γυρίσουν και τον δουν τον κάνουνε κομμάτια

Η Λυγερή

Εκατοδέκα αρχοντόπουλα μια κόρη αγαπούσαν
ενός την τάζουνε μια μέρα και μια νύχτα
Φάτε και πιείτε βρε παιδιά κι εδώ καλά μη γίνει
κι απέξω από το σπίτι μου υπάρχει ένα δοκίμι
Οποιος μπορεί σηκώσει το γυναίκα θα με πάρει
γυναίκα κι ευλογητικιά κι όπως το ζάρι ο τόπος
Πια του δοκιμάζετο κανένα δεν εμπόρει
ένας κοντός γενίτσαρος κι αγένιο παλικάρι
από μπροστά τ’ αρπά και πίσω του το ρίχνει
η λυγερή επήγαινε γυναίκα να την πάρει
γυναίκα κι ευλογητικιά κι όπως το ζάρι ο τόπος
Ζουλεύουν οι ιερικοί ζουλεύουν και τους ξένους
και τον εχαραζώσανε 9 χιλιάδες γρόσια
Πουλάει σπίτια δίπατα μ’ αυλές μαρμαρωμένα
καθίζει λογαριάζει τα πάλι δεν τον εσώναν
από το χέρι την αρπά στο παζαριό την πάει
παζάρια παζαρεύτικα παζάρια δεν της βρίσκει
κι ένας κοντός γιανίτσαρος πάει και τον ρωτάει
Για πέμε τα παζάρια της ίσως και την επάρω
το ένα της χείλι 1ΟΟΟ πα και τ’ άλλο 2000
και το γατανοφρύδι της αμέτρητο δολλάρι.
Τη λυγερή επήγαινε γυναίκα να την πάρει
σαν άρχισε να της μιλεί άρχισε ο Θεός να βρέχει
Επήγε να την κοιμηθεί ο κόσμος να χαλάσει
κόρη πούναι η μάνα σου πόπου βαστάει η γενιά σου.
Η μάνα είν’ απ’ το χωριό κι ο κύρης απ’ τ’ Ανάπλι
είχαμε κι έναν αδελφό τον λέγανε Κωστάκη
Οι Τούρκοι μας τον πήρανε τον κάνανε Τουρκάκι
παίρνει ο κοντός τη λυγερή παίρνει ο κοντός την κόρη
Πάρε κοντέ τη λυγερή πάρε κοντέ την κόρη
και τ’ άστρα που σου έδωκα προίκα της αδελφής μου.

Μάη μου μήνα φέρτονε το νέο που μ’ αγάπα
όπου μ’ αγάπα κι έλεγε αγάπη δεν αρνούμαι
και τώρα μ’ απαρνήθηκε σαν καλαμιά στον κάμπο
Κάμνω να του καταριστώ πάλι πονεί η καρδιά μου
μα πάλι ας του καταριστώ κι ας μήν πονεί η καρδιά μου
Από ψηλά να γκρεμιστείς και χαμηλά να δώσεις
και κει μαχαίρια στην καρδιά όλα να σου μπηγούνε
δέκα γιατροί να σε κρατούν και δέκα μαθητάδες
δεκαοκτώ γραμματικοί να γράφουν τις αράδες
Και γω διαβάτρια να γενώ να τους καλημερίζω
καλώς τα κάνετε παιδιά καλώς τα πολεμάτε
κι ας κόβουν τα ξυράφια σας κι ας μην πονεί η καρδιά σας.

Δύο καρδιές περίλυπες κι αλυσοδεμένες
στο δέντρο της υπομονής είναι περιπλεμένες

Αν μ’ αρνηθείς εγώ ποτέ δε θα σε λησμονήσω
αισθάνομαι δίχως εσέ πως δεν μπορώ να ζήσω

Ο ερωτάς μου πάτησε σε στενό σοκάκι
και βάσανα στα χέρια του ένα σταμνί φαρμάκι

Ψηλό κυπαρισάκι μου στον ίσκιο σου κοιμούμαι
με τις φτερούγες σου πετώ κανένα δε φοβούμαι

Νάξερα πως θα πήγαινες στα ξένα και θ’ αργήσεις
θα μάζευα τη θάλασσα να μην την αρμενίσεις

Αφού το θέλει η τύχη μου σκληρά να με παιδεύει
κι ο χάρος το κορμάκι μου να πάρει δε με μέλει

Εσύ θαρρείς πουλάκι μου πως δε σε συλλογούμαι
τα δάκρυα προσκέφαλο τα βάζω και κοιμούμαι

Σε φοβερό κριτήριον να πα να με δικάσουν
και κει θα πω πως σ’ αγαπώ και πα να με κρεμάσουν

Γράμμα μου σχίσε τα βουνά και να περάσεις πέρα
και άμε στην αγάπη μου και πες της καλημέρα

Όποιος ανοίξει το χαρτί και θέλει να διαβάσει
νάχει καρδιά από σίδερο να μην αναστενάξει

Ο κόσμος κι αν ξαναπλαστεί άλλον δε θ’ αγαπήσω
εσένα μόνο θα ζητώ ώσπου να ξεψυχήσω

Γεια σου αγάπη μου γλυκιά όπου κι αν είσαι γεια σου
κι αν είσαι και στη μηχανή η Παναγιά κοντά σου

Ω ουρανέ τα κύματα γιατί τα χρωματίζεις
γιατί καρδιές που αγαπιούνται γιατί τις βασανίζεις

Για πες μου πότε θα με δεις πότε θα μου μιλήσεις
την πληγωμένη μου καρδιά να την παρηγορήσεις

Την Παναγιά παρακαλώ νάναι πάντα κοντά σου
και σ’ όλα τα ταξίδια σου νάναι βοήθεια σου

Εσύ απ’ αυτού μαραίνεσαι κι εγώ από δω λυπούμαι
τάξε κερί στην Παναγιά ίσως κι ανταμωθούμε.

Όταν αναστενάζω εγώ κάμποι βουνά ραγίζουν
πολλές καρδιές μαραίνονται μ` ανθρώπων δεν το λένε

Ο ερωτάς σου μ’ έκανε και ήρθα σ’ απελπισία
και τώρα δε με δέχονται και τα νεκροταφεία

Βαριά θα σου καταριστώ αν κάνεις άλλο ταίρι
να καίγεσαι ως καίγεται η γης το καλοκαίρι

Το θέλω και το επιθυμώ μαζί σου για να ζήσω
γιατί δε μ’ άφησες εσύ άλλονε ν’ αγαπήσω

Όταν γυρίσω και σε δω και δεις κι εσύ εμένα
στάζει απ’ την καρδούλα μου τρεις στάλες μαύρο αίμα.

Δακρύζουν τα ματάκια μου και καίγεται η καρδιά μου
όταν σκεφτώ πουλάκι μου πως στέκεις μακριά μου

Ας ήτανε ναρχόμουνα πέντε λεπτά κοντά σου
να κλείσω τα ματάκια μου μέσα στην αγκαλιά σου

Και τ’ αστρουλάκια τ’ ουρανού και κείνα τα φοβούμαι
να μη μας μαρτυρήσουνε την ώρα που μιλούμε

Άστρα πολλά κι αριθμητά που φέγγετε τη νύχτα
να πείτε στην αγάπη μου πως έλειπα και ήρθα

Ο ταχυδρόμος

Νάχα ένα ταχυδρόμο να τον είχα βοηθό
να ρωτώ για το πουλί μου
πώς περνάει μοναχό.
Τέτοια όρη τέτοια δάση
τέτοια θάλασσα χρυσή
αλλά ποιος ταχυδρόμος
θα βρεθεί για να διαβεί

Να κι έρχεται ένα πουλάκι
μ’ ανοιγμένα τα φτερά
και του λέω τριγονάκι πώς
περνάς στην ξενητιά
Και του δένω γραμματάκι
με κλωστίτσα στο λαιμό
και του λέω τριγονάκι πρόσεξε να μη χαθείς

Όπου δεις δύο κυπαρίσια
και στη μέση μια μηλιά
εκεί μέσα ωραίο τριγόνι
θα τινάξεις τα φτερά

Εκεί μέσα είν’ η νέα
την οποία αγαπώ να της πεις σε δύο μήνες
πως θα τη στεφανωθώ

Καλόγρια

Κυνηγός εκυνηγούσε μες στα δάση μια φορά
έτυχε να συναντήσει μια ερημοκλησιά
εκεί μέσα εκατοικούσε μια μικρή καλογριά
Καλογραία μου της λέει τ’ όνομα σου επιθυμώ
Τ’ όνομα σου κι ας πεθάνω στο ερημοκλήσι αυτό
Τ’ όνομα μου δε στο λέω γιατί θα με λυπηθείς γιατί συ ήσουν η αιτία
καλογραία να με δεις.

Στη ρίζα του βασιλικού

Στη ρίζα του βασιλικού, σύρμα βασιλικού
στα πόσα του βασάνου σύρμα κι ανεστασιά μου
εκεί πεσα να κοιμηθώ λίνο ύπνο να πάρω
βλέπω ένα όνειρο πικρό, πικρό για τ’ όνομα μου
σύρμα κι ανεστασιά μου. Την π’ αγαπώ παντρεύουνε
στο πείσμα το δικό μου σύρμα κι ανεστασιά μου
της δίνουν τον εχθρό μου στο πείσμα το δικό μου
και με καλέσανε κι εμέ σύρμα καλέσανε
να πάω να στεφανώσω χίλια φλουριά να δώσω
Τις όρτες όλο μάλαμα και τα κεριά ασημένια
αλοίμονο σ’ εμένα. Την Κυριακή να παντρευτεί
Δευτέρα να χηρέψει κι εμένα να γυρέψει.

Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι φωνάζω Παναγιά μου
αυτά τα μάτια τα γλυκά θα γίνουνε δικά μου

Αυτά τα μάτια τα γλυκά τα φρύδια τα μεγάλα
με κάνανε κι αρνήθηκα της μάνας μου το γάλα.

Όταν περνάς με φίλους σου, γνεψίματα δε θέλω
κάνε πως φτιάχνεις το γιακά κι εγώ καταλαβαίνω

Όταν περνάς να μη σφυράς γιατί η μαμά μου βγαίνει
και κοκκινίζομε τα δυο και μας καταλαβαίνει

Σαρανταβέργινο κλουβί, μου κάναν οι γονείς μου
μέσα να με κλειδώσουνε, να σ’ αρνηθώ πουλί μου

Όχί σαρανταβέργινο κι όχι μαλαματένιο
εγώ εσένα αγαπώ, εσένα περιμένω

Άραγε θα τ’ αξιωθώ να δω αυτή τη χάρη
να σηκωνόμαστε τα δυο, απ’ ένα μαξιλάρι

Άραγε θα τ’ αξιωθώ, άραγε θ’ αξιώσω
το γκρι το κουστουμάκι σου, να σου το σιδερώσω

Σε αγαπούσα κι έκλαιγα και πίστευα η καημένη
μα την καρδιά δεν έβλεπα και βγήκα γελασμένη

Αχ ουρανέ πούσαι ψηλά, κατέβα κάνε κρίση
κορίτσι 18 χρονών, γυρεύει να χωρίσει

Αναστενάζω δε μ’ ακούς, κλαίω δε με λυπάσαι
τόσο κοντά μου βρίσκεσαι, δε μ’ απολογάσαι

ΣΤΟ βαποράκι πούσαι συ, τ’ άρμπουρο θ’ ασημώσω
κι ότι κρατάς στα χέρια σου, θα το μαλαματώσω

Αγάπησα επί της γης, τα άνθη των ανθέων
και μ’ έριξε η τύχη μου σε άγγελο ωραίο

Ήθελα νάχω δυο καρδιές, τη μια να σου χαρίσω
την άλλη να την έχω γω, για να μπορώ να ζήσω.

Ήθελα να σ’ αντάμωνα, να σούλεγα με πόνο
παντοτινά με αγαπάς, για να με βλέπεις μόνο.

Ήθελα να σ’ αντάμωνα να σούλεγα καμπόσα
κι αν δε σου γύριζα το νου να μούκοβαν τη γλώσσα

Τον ερωτά σου το σκληρό δε θέλω πασαδώρο
μόνο από τα χειλάκια σου, ένα σίγουρο λόγο

Στον ερωτά σου βάλθηκα με τρίκλωνη αλυσίδα
ώσπου να ζεις κι ώσπου να ζω θα έχω την ελπίδα

Όσ’ άστρα έχει ο ουρανός τόσοι είναι κι οι καημοί μου
τόσες φωτιές ανάβουνε επάνω στο κορμί μου.

Και τ’ αστεράκια π’ άναψαν τον ήλιο, το φεγγάρι
πόσες φορές εφώναξα το χάρο να με πάρει

Τα μάτια σου είναι γλυκό, τα φρύδια κουταλάκια
και τ’ όμορφο σου το κορμί, δίσκος με ποτηράκια

Αν ίσως και δε μ’ αγαπάς φωτιά να σε κτυπήσει
κι η μάνα που σε γέννησε να σε νεκροφιλήαει

Αν ίσως και δε μ’ αγαπάς, να δώσει ο Θεός κυρά μου
το μαχαιράκι που κρατείς να μπει μεσ’ στην καρδιά μου

Όσα φτερά και πούπουλα έχει η μαύρη κότα
τόσα κομμάτια να σε δω στης μάνας σου την πόρτα

Όσα φτερά και πούπουλα έχει το περιστέρι
τόσα κομμάτια να σε δω, αν κάνεις άλλο ταίρι

Θα σ’ αναπώ, θα σ” αγαπώ θα σ’ αγαπώ αιώνια
εσένα πρωταγάπησα στα παιδικά μου χρόνια

Αγάπησα νάχω ζωή μα γω ζωή δεν έχω
σαν κλήμα με κλαδεύουνε και κλαδεμό δεν έχω.

Το γιασεμί στην πόρτα σου, ν’ ανθίσει και να δέσει
και το δικό σου το κορμί στα χέρια μου να πέσει

Το γιασεμί στην πόρτα σου, ήρτα να το κλαδέψω
και νόμιζε η μάνα σου πως ήρτα να σε κλέψω.

Αν αρχινίσω και σαν πω τον πόνο που με κρίνει
μου φαίνεται πως ειν’ νερό που τη φωτιά μου σβήνει

Χτυπώ την πόρτα της χαράς, ανοίγει και μου λέει
Μη μ’ ενοχλείς παρακαλώ, η τύχη σου τα φταίει

Πάλι αρωτώ την τύχη μου, γιατί με κατακρίνει
και για χαρά αντάλλαγμα τα βάσανα μου δίνει

Μετά τρεμού-σεισμού χειρός, την πένα θε να πιάσω
στην ποθητή αγάπη μου, επιστολή να γράψω.

Τόσο ακριβό είναι το χαρτί τόσο ακριβή είν’ η πένα
και δε σου μένει μια στιγμή να γράψεις και για μένα

Αφότου εχωρίσαμε ω δροσερέ μ’ αγέρα
διόλου δεν εγελάσανε τα χείλη μου μια μέρα

Έσφαλα που σε γνώρισα και σου ζητώ συγγνώμη
δεν ήξερα πως ήσουνα βάρκα χωρίς τιμόνι

Σφραγίζω την επιστολή παύει κι η ομιλία
και την καλήν αντάμωση να φέρει η Παναγία

Υγίαινε, υγίαινε λουλούδι μ’ ανοινμένο
και τη δική σου επιστολή γρήγορα περιμένω.

Σου στέλνω φύλλα γιασεμιού και να τα περιλάβεις
με την καρδιά μου σ’ αγαπώ και να το καταλάβεις

Σε αγαπώ σε αγαπώ καθόλου δεν τ’ αρνούμαι
κι αν αποθάνω δι εσέ καθόλου δε λυπούμαι

Σε αγαπώ, σε αγαπώ και πάντα θα το λέγω
και δεν θα σ “αρνηθώ ποτέ όσο κι αν υποφέρω

Λείπεις και κλαίνε τα βουνά, παύεις και κάνουν πάψη
και με τον αναστεναγμό μαραίνονται τα δάση

Για σένα βασανίζομαι πουλί μου αγαπημένο
αφού εσύ δε μ’ αγαπάς, τι ζω και δεν πεθαίνω

Πήγα και βρήκα θάλασσα κι έκανα τρίγυρό της
της έλεγα τον πόνο μου κι έχασε το νερό της

Δόσμου φαρμάκι να το πιω, σκληρέ να ησυχάσεις
αφού δε θες τη γνώμη σου πλέον να την αλλάξεις.

Μοσχοκαρφομπογούση μου και λαμπαδόχυτέ μου
όμορφε γιε της μάνας σου και σύντροφε δικέ μου

Κόψε το κιτρολέμονο κάμε το μοίρες μοίρες
το νου μου και το λογισμό εσύ μου τον επήρες

Φεγγαράκι μου λαμπρό που περπατείς στα όρη
χαιρέτα την αγάπη μου πούναι με το παπόρι

Τα συννεφάκια τ’ ουρανού τα δυο τα μαυρισμένα
τα δυο μαξιλαράκια μας πότε θα γίνουν ένα

Αν ήξερα το τέλος μου που θε να καταντήσω
δεν θάνοιγα το στόμα μου ανθρώπου να μιλήσω

Τ’ άστρο μου το γνωρίζω εγώ κι ακόμα δεν εβγήκε
κι αγάπη που δεν ήλπιζα μες στην καρδιά μου μπήκε.

Λάβε το γραμματάκι μου λάβε τα δυό μου μάτια
λάβε και την καρδούλα μου εις τέσσερα κομμάτια

Σαν λάβεις την επιστολή καλά να την διαβάσεις
και τότε να συλλογιστείς κι από καρδιάς να κλάψεις

Της θάλασσας τα κύματα έρχονται τρία τρία
έμαθα άλλον αγαπάς κι ειν’ η καρδιά μου κρύα

Τα μάτια σου είναι λιόμαυρα και μέσα λιομαυρίζουν
και μέσα απ’ το λιομαύρισμα καράβια αρμενίζουν

Τα μάτια σου τα λιόμαυρα παίζουν κιθάρες κι όργανα

Όμορφα που τραγούδησες να σε χαρεί που σ’ έχει
κι ο νέος που σε αγαπά πως έχει νου και στέκει

Αμύγδαλο ετσάκισα και μέσα σε ζωγράφισα

Στα όρη βγαίνω και θωρώ τον κόσμο τον προσωρινό
Με του γιαλού τα κύματα σου στέλνω χαιρετίσματα

Νάμουνα στη γη τριφύλλι και στην τσέπη σου μαντήλι
Νάμουνα στη γη χορτάρι και στη μέση σου ζωνάρι.

Στην Παναγιά την Κοιλιανή στ’ αγιοδώμα από πίσω
εφύτεψα βασιλικό και πα να τον ποτίσω.

Σαράντα βρύσες με νερό κι εξηνταδυό πηγάδια
δε μου τη σβυούνε τη φωτιά πούχω στα φυλλοκάρδια

Απάνω στον αυλόγυρο στα τρία πηγαδάκια
κάθονται τρεις μελαχροινές με τ’ άσπρα φουστανάκια
η μια βαστά τον ήλιο κι η άλλη το φεγγάρι
κι η τρίτη η μικρότερη βαστά τον Αη Γιάννη

Τα ματάκια σου τα δύο είν’ Ελληνικό σχολείο(τσάκισμα)

Του Μαρμαρά μας το νερό λένε πως έχει αβδέλες
μα κείνο το κακόμοιρο βγάζ’ όμορφες κοπέλες

Αλησμονιούνται τα πουλιά ξεχνιούνται οι αγάπες
συνεπατιούνται δε μιλούν σα ξένοι σα διαβάτες.

Τα μάτια σου στα μάτια μου ήταν προξενητάδες
ούτε προικιά ζητήσανε ούτε πολλές χιλιάδες.

Που να βρω γω ροδιάς κλαδί περιπλεγμένες μ’ άνθη
να στείλω της αγάπης μου τούτη την ώρα νάρθει.

Τέσσερα μήλα κόκκινα και δυό απ’ το Βερούτι
χίλια φλουριά βενετικά αξίζει η αγάπη τούτη.

Σκαλίζω τα ερείπια της άτυχης ζωής μου
και βρίσκω στάχτη μοναχά της άτυχης ζωής μου.

Και τα πουλιά μου είπανε που πας και συ καημένη
διψάς έλα να πιεις νερό πολυβασανισμένη.

Εγώ κι αν παίξω κι αν γελώ και δυό καρδιές αν έχω
η μία παίζει και γελά και η άλλη ξέρει τι έχω.

Στα ξένα όπου βρίσκεσαι σε ξένη επαρχία
στείλε μου το κορμάκι σου σε μια φωτογραφία.

Και ποια’ ναι κείνη η καρδιά όπου κρατά τον πόνο
να βλέπει το κορμάκι σου φωτογραφία μόνο.

Στα ξένα όπου βρίσκεσαι στα μακρινά τα μέρη
θυμάσαι άραγε και με, για κάνεις άλλο ταίρι:

Απ’ όλα τ’ άνθη τ’ ουρανού μ’ αρέσει τ’ ασπροκρίνος
κι απ’ όλα τα ονόματα μ’ αρέσει Κωνσταντίνος

Η γλώσσα που τραγούδησε η σχιζαμυγδαλάτη
πουν’ από μέσα κουφωτή και ζάχαρη γεμάτη.

Εγώ ’μαι κείνο το πουλί το παραπονεμένο
που κάνει τη φωλίτσα του σε δέντρο μαραμένο.

Έχω πληγή που δε μπορεί κανείς να μου τη γιάνει
και μόνη μου αισθάνομαι πως θα με αποθάνει.

Πάω να σε καταραστώ μα η γλώσσα μου μπερδεύει
θα σε αφήσω στο Θεό κι ό,τι σου μέλει ας γένει.

Ωσάν το λάχανο σφιχτό τόσο σφιχτοδεμένο
έτσι είναι το πουλάκι μου στα ναυτικά ντυμένο.

Τσάκισμα: Στα όρη τόπια το νερό, εβράχνιασα και δε μπορώ.

Μακρύ κυπαρισσάκι μου και φουντωτό στη μέση
δύο αδέλφια είσαστε το πρώτο μου αρέσει.

Εμένα η αγάπη μου κοντός είναι στο μπόι
κοντός είν’ κι ο βασιλικός μα τον μυρίζουν όλοι.

Βασιλικό εμάσησε η μάνα σου το βράδυ πουλί μου
και σε γέννησε χωρίς νάχει ψεγάδι.

Ψηλό κυπαρισσάκι μου πρασίνισε ο καρπός σου
έμαθα πως αρρώστησες και μ’ έφαγ’ ο καημός σου.

Σαν κάτσω και συλλογιστώ ο πόνος που με κρίνει
μου φαίνεται πως αν νερό και τη φωτιά μου σβύνει.

Φωτιά να πέσει να καούν της χώρας τα σοκκάκια
να κάψει τ’ αυτοκίνητα κι όλα τα σωφεράκια.

Η αγάπη σου πουλί μου ήτανε πάρα πολλή
και εμπήκε στην καρδιά μου και δε θέλει πια να βγει.

Η Τριανταφυλλένια

Σαν αρρωστήσω μάτια μου θέλω να σου μιλήσω
κι έλα Τριαναφυλλένια μου να σ’ αποχαιρετήσω.
Σαν έρθεις και στο σπίτι μας μη κρύψεις τον καημό σου
κι αρώτησε τη μάνα μου και πες της που ’ναι ο γυιός σ‘ου.
Κι η μάνα μου θε να σου πει με τα καϋμένα χείλη
ζερβά μεριά ειν’ η κάμερα δεξιά και το κρεβάτι
Για δες τόνε πως κείθεται για τη δική σου αγάπη.
– Ώρα καλή σου μάτια μου περαστικά να γένεις
βγάζει κι από τον κόρφο της δυό μήλα και του δίνει
– Πάρτα Τρινταφυλλένια μου τα μήλα από μπροστά μου
γιατί θε να σε κάψουνε τα παραδέρματά μου.
– ΣΤΟ θάνατο μου να βρεθείς τα μάτια μου να κλείσει
και στον αιώνα σου ποτέ να μη με λησμονήσεις.
-Άνοιξε την κασέλα μου την κατακλειδωμένη
που χρόνια δεκατέσσερα ήτανε κλειδωμένη.
Βγάλε μου το φεσάκι μου το καμποτό ζωνάρι
που μου το λέγαν κοπελιές η γη να σου το φάει.
Κι όταν θα με σηκώσουνε τέσσερα παλληκάρια
Παρακαλώ σε μάτια μου νάσαι σα λεοντάρια.
Κι όταν θα με περάσουνε από τη γειτονιά σου
έβγα κρυφά απ’ τη μάνα σου και τράβα τα μαλλιά σου.
Κι όταν θα μ’ ακουμπήσουνε στης εκκλησιάς την πόρτα
τότε Τριανταφυλλένια μου θα μαραθούν τα χόρτα.
Σαν παρ’ παπάς το θυμιατό διάκος το πετραχείλι
τότε Τριανταφυλλένια μου να με φιλάς στο χείλι.
Κι όταν με κατεβάζουνε τρία σκαλιά του Άδη
τότε Τριανταφυλλένια μου κάνε αγάπη άλλη
Αν κάμει ο μέρμηγκας αυγό κι η λυγαριά βαράκι
κι η ατσικνίδα γιασεμί κάμω κι εγώ άλλη αγάπη.
Σα σου φέρει η μάνα μου τα κόλυβά μου φάτα
και βγάλε τρισμακάριο στο νέο που σ’ αγάπα.
Σα μου τα φέρει η μάνα σου στη γη θα τα σκορπίσω
να μπήξω μια σκληρή φωνή τον κόσμο να ραΐσω.

Δάφνη και Μηλιά

Μεσ’ τ’ ωραίο περιβόλι δάφνη και μηλιά μαλώνει
Δάφνη επήρε μου κλωνάρι, Όχι για τον Άγιον Γιάννη
αν επήρα γω κλωνάρι να με πάρει το ποτάμι
να με πάει δύση – δύση κάτω στου πασά τη βρύση
κει που πλύνουν οι πασάδες και σκουπίζουν οι αγάδες
Πάει κόρη να γεμίσει, σκύβει αγάς να τη φιλήσει
Πάρε πάνω την ποδιά σου μη λερώσεις τα σαλιά σου
Τι σε μέλει εσένα αγά μου κι αν λερώσω τα σαλιά μου
Και με νοιάζει και με κόφτει και γυναίκα θα σε πάρω
Κάλλιο να σε φάει το φίδι παρ’ αυτό που λες να γίνει.
Μένα δε με τρω το φίδι μα και αυτό που ’ πα θα γίνει.

Το Λεύκωμα

Μου έδωσες το λεύκωμα οφείλω να σου γράψω
πλην πολλά εσυλλογίστην αγνοώ όμως τι να γράψω
Επί τέλους θα χαράξω και εγώ μίαν ευχήν
να διέλθεις αιωνίως πολλά έτη ευτυχής
Εάν κατά περίπτωση το λεύκωμα ανοίξεις
και τους γλυκούς σου οφθαλμούς εις τας γραμμάς μου ρίξεις
ειπέ υπάρχει στη ζωή, που είναι και τι κάνει
άραγε είναι ευτυχής ή έχει αποθάνει.